Εργαστήρι ADOLFSHAPIRO. Μέρα Τρίτη. Βυσσινόκηπος συνέχεια.
«Ο Τσέχωφ είναι κακός δραματουργός, γιατί μόνο πολύ καλοί ηθοποιοί μπορούν να παίζουν τα έργα του». Τένεσι Ουίλιαμς.
«Αυτό αφορά και τους σκηνοθέτες. Αν δεν μπορέσουν να εντοπίσουν τη εσωτερική σύγκρουση στο έργο του Τσέχωφ, ο θεατής δε θα έχει τι να βλέπει».
«Η καρέκλα στη σκηνή πρέπει να είναι συγκλονιστική, όπως οι γέροντες στα πορτραίτα του Ρέμπραντ. Η καρδιά πρέπει να σφίγγεται το ίδιο. Και εδώ είναι το μεγαλύτερο μυστικό του Τσέχωφ».
«Ο Τσέχωφ γειώνει. Αυτή η μίξη δεν αφορά μόνο το είδος, αλλά συνδυασμό ειδών. Το δράμα είναι μια υψηλή τέχνη, η κωμωδία ανήκει στα «χαμηλά» είδη τέχνης. Παλαιότερα πριν τη τραγωδία παιζόταν μια μικρή κωμωδία, σαν προθέρμανση για το κοινό. Στου Τσέχωφ τα πάντα συνδυάζονται: υψηλό και χαμηλό, πνευματικό και σωματικό, τραγικό και κωμικό, αιώνιο και στιγμιαίο.
Το έχει και ο Σαίξπηρ, αλλά το κάνει με άλλο τρόπο. Τα έργα του Σαίξπηρ είναι ένα είδος τούρτας, όπου το παντεσπάνι εναλλάσσεται με την κρέμα. Συνδυάζονται οι τραγικές και οι κωμικές σκηνές, σαν τις στρώσεις μιας τούρτας.
Αλλά υπάρχουν τούρτες, στις οποίες όλα τα υλικά είναι ανακατεμένα, όλα τα παντεσπάνια είναι ποτισμένα με κρέμα, ώστε το ένα δεν χωρίζεται από το άλλο. Αυτό θυμίζει τη διαφορά ανάμεσα στηνγιαπωνέζικη και την κινέζικη κουζίνα: στην Ιαπωνία όλα είναι φρέσκα, αυθεντικά, ο σκοπός είναι να σερβιριστεί το προϊόν στην αρχική του μορφή. Στην Κίνα το ψάρι μαγειρεύεται με τέτοιο τρόπο, ώστε πιστεύεις, ότι τρως κρέας. Τα προϊόντα αλλάζουν τη λειτουργία τους».
«Είναι όπως η Νατάσα στις Τρεις αδελφές: είναι κακούργα, αλλά είναι η πιο γοητευτική. Απλά έχει άλλα μυαλά, και πρέπει να αναρωτηθούμε τελικά, ποιος φταίει; Εκείνη ή οι αδερφές, τις οποίες ουσιαστικά τις έχει πετάξει από το σπίτι.
Είναι θέμα διαφορετικών γούστων, διαφορετικής παιδείας. Στο έργο η Όλγα τη μέμφεται ότι φόρεσε μια πράσινη ζώνη με ροζ φόρεμα. Η Νατάσα κατάγεται από απλή οικογένεια, η Όλγα είναι κόρη στρατηγού.
Αλλά σήμερα, όταν το ντύσιμο χτίζεται πάνω σε αντιθέσεις, τι πρέπει να κάνει ο σκηνοθέτης για να καταλάβει ο θεατής, ότι η Νατάσα ντύνεται κιτς; Η μόδα αλλάζει και κάθε φορά ο σκηνοθέτης πρέπει να αναζητεί νέες λύσεις, αλλιώς το κοινό δε θα τον καταλάβει. Δεν είναι κοινωνικό το ζήτημα, είναι ζήτημα γούστου. Εδώ απλά λειτουργεί διαφορετική λογική».
«Στο σύγχρονο κόσμο ό, τι είναι ορθολογικό, είναι σωστό και όμορφο. Δεν είναι όμως για τον Τσέχωφ. Η λογική λέει, ότι ο κήπος πρέπει να πουληθεί, δεν παράγει πια βύσσινα, και αυτά που παράγει, δεν πωλούνται. Όμως δεν είναι έτσι από άποψη μνήμης και συναισθήματος.
Αυτό καταλαβαίνουν όλοι, γι΄αυτό και ο Τσέχωφ παίζεται σε όλο τον κόσμο. Είναι η δύναμη του συναισθήματος, της μνήμης, που την προκαλούν άχρηστα, αλλά πολύτιμα πράγματα.
Από κεί ξεκινάει η σύγκρουση του ανθρώπουπου έχει Θεό με έναν άνθρωπο με μυαλό ορθολογιστή. Και καθένας τους έχει το δίκαιο του. Είναι η σύγκρουση του Βυσσινόκηπου, γι’ αυτό όλα τα επιχειρήματα ακούγονται πολύ χαζά».
«Ο Τσέχωφ λατρεύειτους παραλογισμούς. Ο Λοπάχιν ήρθε στο κτήμα για να προϋπαντήσει την Ρανέφσκαγια και αποκοιμήθηκε. Είναι αναστατωμένος, γιατί όμως; Ποιο γεγονός προηγήθηκε της συνάντησής του με την Ρανέφσκαγια; Σ’ αυτό το ρόλο πρέπει να πιάσουμε τους προσωπικούς λόγους συμπεριφοράς του Λοπάχιν, αλλιώς δε θα βγει τίποτα.».
«Το έργο είναι αίνιγμα, και το κείμενο είναι κωδικός, που πρέπει να σπάσουμε».
«Συχνά στις πρόβες πρέπει να παίζουμε πράγματα, που δεν υπάρχουν στο έργο, αυτό, που προηγήθηκε της εξόδου του ηθοποιού στη σκηνή. Πρέπει να καταλάβουμε τη φύση των συναισθημάτων των ηρώων, αλλιώς είναι πολύ δύσκολο να παίζεις».
«Η Ρανέφσκαγια για τον Λοπάχιν είναι η πρώτη επαφή με τη γυναίκα, γυναίκα από άλλο κόσμο, με μετάξια και αρώματα, ενώ εκείνος, όταν ήταν πιτσιρίκος, ήταν γιος δουλοπάροικου. Έτσι, από μια πλευρά είναι αναστατωμένος, αν τον γνωρίσει ή όχι, και εις μνήμην του παρελθόντος της φέρνει σχέδιο διάσωσης του Βυσσινόκηπου. Από την άλλη – αισθάνεται πάλι δούλος. Πίστευε, ότι έχει απαλλαγεί από αυτή την αίσθηση, είναι πλούσιος, επιτυχημένος, αλλά έρχεται εκείνη και ο Λοπάχιν και πάλι είναι πιτσιρίκι. Εξ’ ου και οι αναπάντεχες φωνές του»
«Στον Τσέχωφ τα λόγια είναι δευτερεύοντα. Όταν παρακολουθούμε έργο σε ξένη γλώσσα, καταλαβαίνουμε την εικόνα (όταν παρακολουθείς έναν καλό ηθοποιό, που παίζει σε ξένη γλώσσα, ακονίζεται η όραση). Έτσι και στη ζωή: «διαβάζουμε» χωρίς λόγια. Σε μια ξένη χώρα «διαβάζουμε» τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τη συμπεριφορά τους και χωρίς τη γνώση της γλώσσας».
«Δραματικό θέατρο είναι μπαλέτο. Είναι η γλώσσα των κινήσεων».
«Σε μια κακή παράσταση ο Λοπάχιν θα παιζόταν σαν καρχαρίας καπιταλισμού, σαν κακούργος. Στον Τσέχωφ είναι τραγικοκωμικός, γιατί βρίσκεται στη μέση: είναι κι κει κι εδώ. Τέτοιους ανθρώπους πήρε σβάρνα η επανάσταση.
Ο Λοπάχιν είναι πολύπλοκος ήρωας. Μέσα του ο άνθρωπος και ο επιχειρηματίας είναι δύο διαφορετικά άτομα».
«Η πιο δυνατή σύγκρουση δεν είναι με άλλο άτομο, αλλά μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο. Δεν καταλαβαίνουμε ότι μέσα στην ημέρα λύνουμε μέσα μας χίλια δύο προβλήματα, αντιμετωπίζουμε χιλιάδες συγκρούσεις. Είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου».
«Πάντα ψάξτε στον καλό ήρωα, πού είναι κακός, στον ήρωα τσιγκούνη – πού είναι γενναιόδωρος, και το αντίθετο.
Δεν ψάχνουμε πώς πρέπει να παίζει ο ηθοποιός, αλλά τι να παίζει. Για ποιο λόγο πρέπει να εμφανιστεί στη σκηνή».
«Το ταμπεραμέντο μου ανάβει όταν με παρακινεί κάτι. Πρέπει να υπάρχουν οι καταστάσειςπου με παρακινούν. Πρέπει να απαντήσετε στην ερώτηση: για ποιο λόγο βγαίνω στη σκηνή.
Το ονομάζω αυτοσχεδιασμός στο τετράγωνο: φτιάχνεις ένα πλαίσιο,μέσα στο οποίο μπορείς να αυτοσχεδιάζεις ελεύθερα».
«Δε γίνεται ο ηθοποιός να δημιουργεί και ο σκηνοθέτης να διδάσκει. Δουλεύουν μαζί και δημιουργούν πολλές δράσεις και ανάλογα με την ατομικότητα του ηθοποιού, επιλέγεις τη μία ή την άλλη δράση».