Στις 15 Αυγούστου του 1993, το βράδυ της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, οι Έλληνες της Αμπχαζίας εγκατέλειψαν το εμπόλεμο Σουχούμι χάρη στην πραγματικά λαμπρή ελληνική επιχείρησης. «Χρυσόμαλλο δέρας». Να, τι πραγματικά συνέβη…
«…Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ! Θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σας στη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται οι Έλληνες της Αμπχαζίας. Στην περιοχή βίαιων των ένοπλων συγκρούσεων στο Σουχούμι εξακολουθούν να βρίσκονται περίπου δύο χιλιάδες Έλληνες, και είναι απαραίτητο, το ταχύτερο δυνατόν, να τους απομακρύνετε από εκεί. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν την περιοχή, όπου δεν υπάρχει ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε νερό, ούτε καύσιμα, ούτε τρόφιμα. Κάθε μέρα αυξάνεται ο αριθμός των νεκρών και τραυματιών από διασταυρούμενα πυρά..»
Την επιστολή αυτή στις 8 Φεβρουαρίου του 1993 έστειλε η Ομοσπονδία Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης «Πόντος» στον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Δύο εβδομάδες αργότερα, η αντιπροσωπεία Ελλήνων της Γεωργίας επισκέφτηκε τον Υφυπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας και μίλησε για την κατάσταση των Ελλήνων της Αμπχαζίας, ζητώντας επίμονα να ληφθούν άμεσα μέτρα για την απομάκρυνσή τους.
Έτσι ξεκίνησε η επιχείρηση “Χρυσόμαλλο δέρας”, που έληξε έξι μήνες αργότερα, την ημέρα της Κοίμησεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου του 1993. Οι σκηνές που ξετυλίχθηκαν στην Αμπχαζία το ΄93, θύμιζαν τα γεγονότα του 1919 και 1922. Το πολυτελές κάποτε θέρετρο Σοχούμι έμοιαζε με την πυρπολημένη και λεηλατημένη Τραπεζούντα ή την Σμύρνη.
Για την επιχείρηση αυτή χρειάστηκε μεγάλο θάρρος, στρατηγική, πειθαρχία και άψογος συγχρονισμός, αφού οι συντονιστές της βρίσκονται χιλιάδες μίλια μακριά ο ένας από τον άλλον – στην Αθήνα, στη Μόσχα, στην Τιφλίδα, στο Σουχούμι. Τις περισσότερες πληροφορίες για τα γεγονότα έδωσαν ο Γενικός Πρόξενος της Ελληνικής Πρεσβείας στη Μόσχα, Δημήτρης Καλμβρέζος, και ο δημοσιοφράγος Εβγκένι Κρούτικοφ.
Η επιχείρηση που οργανώθηκε από την Ελλάδα και εφαρμόστηκε τόσο γρήγορα, φαντάζει εξωπραγματική: οι απεσταλμένοι στην Αμπχαζία έπρεπε να βρουν μέσα στο χάος του πολέμου πάνω από χίλιους Έλληνες, που ζούσαν ή κρύβονταν στο Σουχούμι και στα γύρω χωριά, να τους ενημερώσουν για την επιχείρηση, να συμπληρώσουν διαβατήρια, να τους στηρίξουν ψυχολογικά και υλικά. Επιπλέον, έπρεπε να έρθουν σε επαφή με τις γεωργιανές, τις ρωσικές αρχές και τις αρχές της Αμπχαζίας, και να προσαρμοστούν ταχύτατα στην σουρεαλιστική ποστ-σοβιετική πραγματικότητα.
«Στις 21 Ιουλίου του 1993 με την τακτική πτήση Μόσχα-Τιφλίδα, έφτασαν τρεις καλοντυμένοι ξένοι μεσογειακής εμφάνισης , ακριβά ντυμένοι, με τεράστιες βαλίτσες, μια βαλίτσα χειρός ήταν δεμένη με χειροπέδες στο χέρι του νεώτερου από αυτούς, πιθανόν, στρατιωτικού», γράφει ο Ευγένι Κρούτικοφ.
«Η αντιπροσωπεία της Ελληνικής Πρεσβείας στη Μόσχα, ο υπογράφων, ο στρατιωτικός ακόλουθος, Συνταγματάρχης κ. Γιώργος Κουσούλης και ο συνεργάτης της Πρεσβείας, κ. Πρόδρομος Τεκνόπουλος, έφτασε στην Τιφλίδα. Σκοπός της επίσκεψής μας ήταν να προετοιμάσουμε μαζί με τον Εκπρόσωπο του Εθνικού Ιδρύματος Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων (Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε.), κ. Αδάμη Μητσοτάκη, την επιχείρηση οργανωμένης μεταφοράς των Ελλήνων της Αμπχαζίας στην Ελλάδα», – γράφει ο Καλαμβρέζος και συνεχίζει: «Αυτή η πανέμορφη πόλη της Μαύρης Θάλασσας με παραθαλάσσια ξενοδοχεία, εστιατόρια, δρόμους που περιβάλλονταν από πράσινο, καταστράφηκε. Παντού ερείπια με τοίχους υπό κατάρρευση, με χορτάρια να έχουν φυτρώσει στα φαγωμένα από οβίδες πεζοδρόμια». Μια τεράστια πόλη 160 χιλιάδων κατοίκων έμοιαζε με πόλη-φάντασμα: στους άδειους δρόμους δεν υπήρχε ψυχή, εκτός από τους στρατιώτες Καλάσνικοφ.
Την εικόνα του τι πραγματικά συνέβη στην Τιφλίδα και στο Σουχούμι, δίνει ο Κρούτικοφ. Η βαλίτσα, δεμένη στο χέρι του Κουσούλη, ήταν γεμάτη δολάρια, αφού για κάθε τους βήμα οι Έλληνες έπρεπε να πληρώσουν: μια διανυκτέρευση στο «Μετέχι», μοναδικό ξενοδοχείο της Τιφλίδας με ηλεκτροδότηση και Ίντερνετ, κόστιζε 200 δολάρια! Οι Έλληνες έδωσαν χρήματα για ένα μήνα μπροστά.
«Την επόμενη μέρα ο Συνταγματάρχης Κουσούλης ζήτησε από το Υπουργείο Αμύνης της Γεωργίας να τους παραχωρήσει αεροπλάνο για το Σουχούμι», γράφει ο Κρουτίκοφ. Ο απεσταλμένος, που έφτασε μυστικά από το Σότσι, παρέδωσε στον Καλαμβρέζο ένα ογκώδη φάκελο, το οποίο ο Πρόξενος είχε πάνω του μέχρι την τελευταία ημέρα. Αργότερα μάθαμε, ότι ο φάκελος περιείχε πολύτιμα διαβατήρια, που έπρεπε να συμπληρωθούν στο φλεγόμενο Σουχούμι και τα περίχωρά του».
Στις 31 Ιουλίου ο Γεωργιανός Στρατηγός Γκλανταβάνζτε υποχώρησε, και νωρίς το πρωί οι Έλληνες με συνοδεία της στρατιωτικής αστυνομίας μεταφέρθηκαν στο αεροδρόμιο της Τιφλίδας. «Η επιμονή των Ελλήνων, η ακλόνητη αποφασιστικότητά τους να εκπληρώσουν την αποστολή και να αντιμετωπίσουν με σθένος κάθε ενδεχόμενο απρόοπτο, φάνηκε ήδη στο αεροδρόμιο, όπου επικρατούσε το απόλυτο χάος», γράφει ο Κρούτικοφ. Η Εθνική Φρουρά έπρεπε να φύγει για την Αμπχαζία αεροπορικώς, καθώς ούτε σιδηροδρομικώς, ούτε οδικώς δεν μπορούσε να φτάσει στο Σουχούμι. Οι βετεράνοι τσακώνονταν με τους νεοσύλλεκτους, οι Σβάνοι – με τους Γεωργιανούς, οι Έλληνες κινδύνευσαν άμεσα, όταν η στρατιωτική αστυνομία με δυσκολία κατάφερε να αποσπάσει τον Κουσούλη και τον Καλαμβρέζο από τα χέρια κάποιων μεθυσμένων στρατιωτικών».
Στο Σουχούμι οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στο κτίριο του πρώην σανατορίου του Υυπουργείου Αμύνης, το μόνο σχετικά ασφαλές μέρος. Παρά το γεγονός, ότι οι Αμπχάζιοι τηρούσαν την εκεχειρία, και η πόλη δεν κινδύνευε από τα πυρά, οι απειλές υπήρχαν άφθονες: μεθυσμένοι στρατιώτες, ληστείες, λεηλασίες. Ο Κουσούλης και ο Τεκνόπουλος έπρεπε να στείλουν στην Αθήνα την ακριβή περιγραφή της τοποθεσίας του λιμανιού, για το τελευταίο σκέλος της επιχείρησης. Οι λιμενικοί πέρασαν για κατασκόπους τους ξένους, που φωτογράφιζαν το λιμάνι, και παραλίγο να τους πυροβολήσουν.
Μέσα στις επόμενες δέκα μέρες όλοι οι Έλληνες της Αμπχαζίας ενημερώθηκαν για την άφιξη των «Αργοναυτών», και υποδέχθηκαν τον Τεκνόπουλο και τον Κουσούλη σαν απελευθερωτές. Για την Αλεξαντρόβσκα, την Παυλόβσκα, την Χαληδόνα και άλλα χωριά σαν να ήρθε η Άνοιξη μετά από τον δριμύ χειμώνα. Ο Κουσούλης και ο Τεκνόπουλος δούλευαν πυρετωδώς, συμπληρώνοντας τα διαβατήρια: η ημέρα της εξόδου είχε οριστεί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί, ότι καμία από τις πλευρές δεν θα παραβίαζε την εκεχειρία. Με το φως των κεριών, που ο Κουσούλης με κίνδυνο για τη ζωή του αγόραζε στην αγορά της πόλης προς πέντε δολάρια το ένα, ο ίδιος και ο Τεκνόπουλος έκοβαν τις φωτογραφίες από τα παλιά οικογενειακά άλμπουμ και τα κολλούσαν στα διαβατήρια. Ο Καλαμβρέζος είχε την έδρα του στο κέντρο του Σουχούμι, σε ένα ελληνικό σπίτι. Εκείνες τις ημέρες εκδόθηκαν 1484 διαβατήρια…
Όταν αυτό το γιγάντιο έργο ολοκληρώθηκε, η αποστολή της Ελληνικής Πρεσβείας επέστρεψε στην Τιφλίδα. Ο Ρώσος πρέσβης στη Γεωργία τους διαβεβαίωσε, ότι τουλάχιστον για λίγες μέρες ακόμα οι Αμπχάζιοι δεν θα παραβιάσουν την εκεχειρία. Κι έτσι η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο δέρας» μπήκε στη δεύτερη και καθοριστική της φάση.
«Στις 11 Αυγούστου από την Αθήνα έφτασε η ειδική ομάδα 11 ατόμων, που μετέφερε την ανθρωπιστική βοήθεια και τον στρατιωτικό εξοπλισμό. Την επόμενη μέρα πέταξαν με ένα μικρό αεροπλάνο στο Σουχούμι», θυμάται ο Καλαμβρέζος.
«Στο αεροδρόμιο της Τιφλίδας τους συνάντησε ο Καλαβρέζος προσπαθώντας αυτή τη φορά να κρατηθεί μακριά από τους Γεωργιανούς φρουρούς», συνεχίζει ο Κρούτικοφ. «Στο Σουχούμι οι Έλληνες επανεξέτασαν το λιμάνι και τις παρακείμενες οδούς και συζήτησαν με τους λιμενικούς τις τελευταίες λεπτομέρειες». Ο Στρατηγός Ντατουασβίλι και ο Υπουργός Αμύνης Γκεόργκι Καρκαρασβίλι, που «επέβλεπαν» τους Έλληνες, μόλις ένα χρόνο αργότερα εκτελέστηκαν με αυτόματα στην οδό Βερνάντσκι στη Μόσχα, μπροστά από το κτίριο της Ακαδημίας του Ρωσικού Γενικού Επιτελείου. Τι φοβερή περίοδος για όλους, κι όχι μόνο για τους Έλληνες, τους Αμπχάζιους, τους Γεωργιανούς!
Νωρίς το πρωί της 15ης Αυγούστου του 1993 τα 11 άτομα των Ειδικών Δυνάμεων του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης της Ελλάδα κατέλαβαν το λιμάνι του Σουχούμι. Ταυτόχρονα έφτασε το πλοίο «Viscountess» και ξεκίνησε η φόρτωση των προμηθειών. Οι Έλληνες της Αμπχαζίας χωρίστηκαν ανά πεντάδες και επιβιβάζονταν, κρατώντας στα χέρια ελληνικά διαβατήρια.
Όλη η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» κράτησε 12 ώρες: από τις 5 το πρωί έως τις 5 το απόγευμα. Ο επικεφαλής του Αμπχαζικού Ναυτικού, Ναύαρχος Αλί Αλίεφ, άφησε το πλοίο να φύγει ανεμπόδιστα με προορισμό την Αλεξανδρούπολη.
Οι Έλληνες της Αμπχαζίας απέδωσαν την επιτυχία της επιχείρησης στο γεγονός, ότι κορυφώθηκε στις 15 Αυγούστου: τους οδήγησε στην Ελλάδα η ίδια η Παναγιά.