Στα 95 χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης αφιερώνεται
Της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια
Ο διάδοχος γεννήθηκε τη νύχτα που άλλαζε ο χρόνος. Ήταν το 1944, ο πόλεμος τελείωνε και ανέτειλε ο νέος ήλιος, φωτίζοντας έναν νέο κόσμο, με καινούργια σύνορα, καινούργιους φίλους και παλαιούς εχθρούς.
Η βασίλισσα μόλις πρόλαβε να δει το πρόσωπο του παιδιού της και ξεψύχησε, αφήνοντας το γιο της να συνεχίσει μόνος την πορεία προς τη νέα του ζωή. Εξάλλου, τί θα μπορούσε να του προσφέρει; Νέα βασίλεια δεν χτίζονταν και τα παλιά γκρεμίστηκαν, μαζί και το δικό τους, απ’ όπου τους έδιωξαν κακήν-κακώς οι επαναστάτες. Ο νεογέννητος διάδοχος έμεινε ορφανός: ο πατέρας του, ο έκπτωτος βασιλιάς, πέθανε από τα τραύματα, υπερασπίζοντας μια ξένη χώρα, πριν καν μάθει ότι η δική του μακρινή πατρίδα απέκτησε διάδοχο.
Κάτω από την καταρρακτώδη βροχή και υπό τους ήχους του προεπαναστατικού ύμνου της πατρίδας της, Σώσον Κύριε τον βασιλιά, η λιμουζίνα με την σωρό της πρώην βασίλισσας εγκατέλειπε για πάντα την αυλή της μεσαιωνικής έπαυλης, όπου ζούσε το βασιλικό ζεύγος από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα του, και όπου από σήμερα θα ζούσε, με τη νταντά και τον Παιδαγωγό του, ο ορφανός διάδοχος.
Την ώρα που γεννήθηκε ο διάδοχος και άλλαζε ο χρόνος, η μακρινή του πατρίδα απέκτησε επιτέλους έναν νέο ύμνο. Για έναν ολόκληρο αιώνα, την ευθύνη για τη σωτηρία του λαού και του βασιλιά την είχε ο Κύριος. Να λοιπόν που ήρθε η ώρα να ξεκουραστεί, όπως έκανε κάποτε την έβδομη ημέρα της Δημιουργίας, και το έργο του να αναλάβει ένας θνητός, τον οποίον εκατομμύρια κόσμος προσφωνούσε όπως και τον Κύριο: Πατέρα. Ο στρατός της εμπόλεμης πατρίδας είχε επιτακτική την ανάγκη εμψύχωσης, και τι άλλο θα μπορούσε να ανεβάσει το ηθικό των ταλαιπωρημένων στρατιωτών, αν όχι το όνομα Εκείνου; Το τραγούδι, που έμοιαζε περισσότερο με εμβατήριο, μιλούσε για το ρόλο του στρατού στον ηρωικό αγώνα κατά των ξένων κατακτητών, και έλεγαν μάλιστα ότι αυτό το κουπλέ το πρόσθεσε στο κείμενο του ύμνου ο ίδιος Πατέρας – του λαού και του στρατού.
Όταν ο διάδοχος έκλεισε τα 12, ο Παιδαγωγός αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να γνωρίσει το λαό του. Έστω και ένα ελάχιστο μέρος του, αλλά πάντως το καλύτερο και το ενδοξότερο. Υποχρεώθηκαν να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι πέρα από τον ωκεανό, εκεί που, όπως πίστευε ο διάδοχος όταν ήταν μικρός, οι άνθρωποι περπατούν με τα κεφάλια κάτω και με τα πόδια πάνω, και όπου είναι καλοκαίρι, όταν ο υπόλοιπος γνωστός του κόσμος έχει χειμώνα. Ήταν αφελής όσον αφορά το πρώτο, αλλά σωστός σχετικά με το δεύτερο. Καθισμένος δίπλα στον πιστό του Παιδαγωγό, στις κερκίδες του πελώριου Σταδίου, πανηγύριζε τη νίκη της ποδοσφαιρικής ομάδας της πατρίδας του και ήταν έτοιμος ακόμα και να σηκωθεί μόλις ακούστηκαν τα πρώτα ακόρντα του νέου ύμνου της πατρίδας. Δεν τον ένοιαζε τί θα έλεγε ο Παιδαγωγός, όταν θα τον έβλεπε όρθιο να τραγουδά, όχι για τον Κύριο, που σώζει τον βασιλιά, αλλά για τον Πατέρα, που οδήγησε τον λαό του στη νίκη. Στο κάτω-κάτω, ο Κύριος δεν έσωσε τον δικό του πατέρα, αλλά ο άλλος, ο Πατέρας με το «Π» κεφαλαίο, γλίτωσε την πατρίδα του από τη λαίλαπα. Την κοινή τους πατρίδα. Ο Παιδαγωγός πρόσεξε την κίνησή του και σήκωσε το χέρι για να τον συγκρατήσει, αλλά δεν χρειάστηκε τελικά: ο ύμνος παίχτηκε χωρίς λόγια, παρόλο που τα περισσότερα χρυσά μετάλλια τα κέρδισαν οι αθλητές της πατρίδας του.
Τότε ο διάδοχος έμαθε, ότι δεν υπάρχει πια Πατέρας, και ότι «γενικά είμαστε σε καλό δρόμο». Στο δρόμο για την επιστροφή, ο Παιδαγωγός, τρίβοντας τε χέρια του, μονολογούσε: «Πόσο θ’ αντέξει ένας λαός, που για ύμνο του έχει ένα τραγούδι χωρίς λόγια;».
Τίποτα όμως δεν άλλαξε, ούτε μετά είκοσι χρόνια, όταν ο ύμνος της πατρίδας του, γεννημένος την ίδια ώρα με τον διάδοχο, απέκτησε ξανά τη μιλιά του. Μόνο που από το κείμενό του έλειπαν πλέον ο Πατέρας, ο στρατός και το λάβαρο της νίκης. Όμως, λόγω τεράστιων γεωπολιτικών αλλαγών, προστέθηκαν οι αναφορές για το μεγάλο και ελπιδοφόρο Κίνημα, που αντικατέστησε στο τιμόνι της πατρίδας τον Πατέρα.
Για πρώτη φορά ο διάδοχος άκουσε τον καινούργιο ύμνο τής πατρίδας του στο πάρτι για τα 34α του γενέθλια και την υποδοχή του καινούργιου χρόνου. Ο Παιδαγωγός είχε τελικά άδικο, η πατρίδα του βγήκε από τη βουβαμάρα και εμπιστεύτηκε την τύχη της σε έναν Κίνημα, χωρίς βασιλιάδες και χωρίς Πατεράδες. Μεγάλωνε και άνθιζε χωρίς να προσμένει στην επιστροφή τού σωτήρα.
«Είμαστε σε καλό δρόμο»…, δεν έχανε την αισιοδοξία του ο Παδαγωγός, που γερνούσε με την ελπίδα να φιλήσει κάποτε το χώμα της πατρίδας του. «Δεν θ’ αντέξουν για πολύ, θα δεις. Χωρίς βασιλιά, χωρίς Πατέρα, αυτός ο λαός δεν μπορεί να ζήσει». Αλλά χωρίς βασιλιάδες και χωρίς Πατέρες ζούσαν χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερες χώρες. Κάθε νέο έτος δεν άλλαζαν μόνο οι στίχοι των εθνικών ύμνων, αλλά τα σύνορα, οι ιδέες, οι συνασπισμοί.
Όταν ο διάδοχος έκλεισε τα 47, πέθανε ο Παιδαγωγός, παραδίδοντας την ψυχή του στον Κύριο την ίδια ώρα που πέθαινε κάποτε και η βασίλισσά του, αφήνοντας στα δικά του τα χέρια και τη δική του ευθύνη τον νεογέννητο διάδοχο, και μαζί του το μέλλον της πονεμένης τους πατρίδας.
Κάτω από την καταρρακτώδη βροχή, και υπό τους ήχους τού προεπαναστατικού ύμνου της πατρίδας, Σώσον Κύριε τον βασιλιά, κηδεύτηκε ο τελευταίος θεματοφύλακας: ο ύμνος της παλιάς τους πατρίδας ήταν ο τελευταίος φόρος τιμής που απέδωσε ο διάδοχος στον πιστό φίλο της οικογένειάς του.
Ο Παιδαγωγός πέθανε χωρίς να μάθει, ότι ο ύμνος της πατρίδας του πάλι έχασε τα λόγια του, και η ίδια η πατρίδα το ένα τρίτο της έκτασής της. Αν ζούσε, θα έλεγε ότι βρίσκονται σε καλό δρόμο, και ότι τώρα, που τη χώρα δεν την κυβερνά ούτε ο βασιλιάς ούτε ο Πατέρας, αλλά ούτε και το Κίνημα, ανοίγει ο δρόμος για τη θριαμβευτική επιστροφή του διαδόχου.
Αλλά ο ίδιος ο διάδοχος δεν ήθελε να επιστρέψει ως θριαμβευτής. Είχε πάρει την απόφασή του. Όχι τώρα, αλλά από παλιά, όταν κρυφά απ’ τον Παιδαγωγό διαδήλωνε στην Άνοιξη, μαστουρωνόταν στο Γούντστοκ και γκρέμιζε με τη βαριοπούλα το Τείχος του Βερολίνου. Έχει ασπαστεί πολλούς ύμνους στη ζωή του, μόνο που κανένας τους δεν έμοιαζε με τους ύμνους της πατρίδας του: ούτε με κείνον όπου ο Κύριος έσωζε τον Βασιλιά, ούτε με αυτόν όπου ο Πατέρας οδηγούσε τον λαό και το στρατό στη νίκη, ούτε με τον άλλο, όπου το Κίνημα έδειχνε το δρόμο για το φωτεινό μέλλον.
Στην αλλαγή της χιλιετίας, όταν έγινε ένα χρόνο μεγαλύτερος απ’ τον πατέρα του, που πέθανε υπερασπιζόμενος μια ξένη χώρα, ο διάδοχος άκουσε τον νέο ύμνο της πατρίδας του: οι αθλητές της ετοιμάζονταν να πάρουν μέρος σε μια μοναδική παγκόσμια διοργάνωση και είχαν επιτακτική την ανάγκη εμψύχωσης. Τί άλλο θα μπορούσε να ανεβάσει το ηθικό των αθλητών, αν όχι το όνομα του Κυρίου;
Το τραγούδι, που έμοιαζε περισσότερο με εμβατήριο, μιλούσε για τον Θεό, για τη σοφία των προγόνων, και έλεγαν ότι αυτό το κουπλέ το πρόσθεσε στο κείμενο του ύμνου ο ίδιος ο Πρόεδρος, της ελεύθερης πια από κάθε προκατάληψη πατρίδας. Ο Παιδαγωγός, αν ζούσε, θα του έλεγε, ότι αυτός ο ύμνος είναι εκείνη η ιερή σάλπιγγα που τον καλεί να επιστρέψει, ότι πάντα υπήρχε κάτι το μοιραίο, κάτι το μυστήριο, στο γεγονός ότι η πατρίδα κάθε φορά αντικαθιστούσε τον ύμνο της στα γενέθλιά του.
Ο καινούργιος ύμνος της πατρίδας εκτελέστηκε το έτος μηδέν της νέας χιλιετίας, στην τελετή της ορκωμοσίας του νέου της Προέδρου, η οποία μεταδόθηκε απ’ όλες τις τηλεοράσεις του κόσμου. Η τελετή έγινε στην αίθουσα του θρόνου του παλιού βασιλικού παλατιού, με τις παλιές βασιλικές τρίχρωμες σημαίες να κυματίζουν. Ο μικρόσωμος Πρόεδρος περπατούσε στο κόκκινο βασιλικό χαλί, προχωρώντας ανάμεσα στα πορτραίτα των προγόνων τού διαδόχου, κάτω από το απαστράπτον φως των βαριών μπρούτζινων πολυελαίων, τα οποία ο προπάππους του παρήγγειλε κάποτε στα εργαστήρια των Βερσαλλιών.
«Δοξάσου, πατρίδα μου γλυκιά!
Ζήσε με τη σοφία των προγόνων
Και την αγάπη του Κυρίου!»
Ο βασιλιάς πέθανε!
Ζήτω ο βασιλιάς!
Το διήγημα δημοσιεύθηκε στην Αυγή της Κυριακής την 1-1-2014