(1937-2007)
Φέτος συμπληρώνονται τα 80 χρόνια από τη γέννηση και τα 10 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Έλληνα τραγουδιστή Γιάννη Τσελεπίδη. Και επειδή η ανθρώπινη μνήμη αρχίζει τα τελευταία χρόνια να πάσχει από αδυναμία και επιλεκτικότητα, αποφασίσαμε αυτή την επετειακή για τον Γιάννη χρονιά να θυμηθούμε, ποιος ήταν και τι έκανε. Πρωτίστως – για την Ελλάδα και τους Έλληνες…
Το όνομα του Γιάννη Τσελεπίδη, Έλληνα πολιτικού πρόσφυγα, γνώριζαν στις δεκαετίες του ΄70-΄80 εκατομμύρια σοβιετικοί πολίτες. Καταπληκτικός τραγουδιστής όπερας, έφερε κοντά στους λαούς της αχανούς επικράτειας της Σοβιετικής Ένωσης, τον Θεοδωράκη και τον Χατζηδάκη, τον Λοϊζο και πολλούς άλλους συνθέτες της πατρίδας του, αλλά και την ελληνική κουλτούρα γενικώς: χάρη στον Γιάννη τον Τσελεπίδη η Σοβιετική Ένωση άκουσε τα νεοελληνικά, όπως μιλούνταν και τραγουδούνταν από τους σύγχρονους Έλληνες.
Δεν θα είναι υπερβολή, αν πούμε, ότι ο Γιάννης Τσελεπίδης ήταν άτυπος Πρέσβης της ελεύθερης Ελλάδας και στις 15 Δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης.
Τότε ήταν που δημιούργησε και το μουσικο-χορευτικό συγκρότημα Μπουζούκι, που για πολλά χρόνια έγινε θρύλος της σοβιετικής μουσικής σκηνής.
Η ψηφιακή εποχή επέτρεψε στους λάτρεις του συγκροτήματος να αναστήσουν το θρυλικό συγκρότημα στο διαδίκτυο, και τα ονόματα των Ελλήνων της Τασκένδης, που επέστρεψαν στην Ελλάδα εδώ και 30 και βάλε χρόνια, ξανά έγιναν επίκαιρα! Η ιστορία έδειξε, ότι ο κόσμος όχι μόνο συνεχίζει να ακούει και να λατρεύει το Μπουζούκι του Γιάννη Τσελεπίδη σε διάφορα μέρη της διασπασμένης πια σε κράτη σοβιετικής επικράτειας, αλλά συνεχίζει μέσω της μουσικής του να ενδιαφέρεται για την Ελλάδα.
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στον σοβιετικό τύπο, που αποθέωσε κάποτε τον Γιάννη Τσελείδη και το Μπουζούκι. Πιθανόν, κάποιοι θα πουν, ότι ο τύπος τότε ήταν κομματικό όργανο… Τότε ας ξεκινήσουμε από τις πρόσφατες αναφορές, που έκαναν αβίαστα και ειλικρινά στο Διαδίκτυο Ρώσοι και Ουκρανοί, Ουζμπέκοι και Τατάροι, Καζάχοι και κάτοικοι της απέραντης Σηβιρίας.
«Ήμουν στη συναυλία του Μπουζούκι στο στάδιο του Ερεβάν (Αρμενία) τη δεκαετία του ’70. Δε θυμάμαι την ακριβή χρονιά, αλλά θα θυμάμαι σε ολη μου τη ζωή το πώς έπαιζαν εκείνα τα παιδιά! Το στάδιο ήταν γεμάτο, αλλά κανείς από μας δεν καθόταν, γιατί οι Έλληνες ξεσήκωναν τον κόσμο με την απίστευτη μουσική τους… Στο τέλος δεν τους άφηναν να φύγουν από τη σκηνή: για να είμαι ειλικρηνής, δεν θυμάμαι παρόμοια χειροκροτήματα…»
«Ήμουν στη συναυλία του Μπουζούκι το 1979, στην πόλη Κεντάου (Καζαχαστάν), πέρασαν πάνω από 30 χρόνια, αλλά οι αναμνήσεις δεν έχουν σβήσει! Όταν ακούω σήμερα τα τραγούδια του, κάνω βουτιά στα νιάτα μου…»
«Απίστευτες αναμνήσεις! Ήμουν στη συναυλία του κάπου στα τέλη του ΄60-αρχές ΄70. Έδιναν συναυλία στη Μουσική σκηνή της Μόσχας, η αίθουσα ήταν τίγκα στον κόσμο, καρφίτσα δεν έπεφτε! Το κοινό παραληρούσε. Τη θυμάμαι τη συναυλία σαν να έγινε εχτες…»
***
«Οι γονείς μου, αφηγείται ο Γιάννης Τσελεπίσης, εγκατέλειψαν τον Καύκασο το 1922 και βρέθηκαν στην Ελλάδα. Πώς βρέθηκαν στον Καύκασο; Ο παππούς μου εκδιώχθηκε από τον Πόντο στη Ρωσία το 1913, και οι γονείς μου γεννήθηκαν εκεί. Εγώ γεννήθηκα στην Βόρεια Ελλάδα. Στο χωριό Λαγκαδά, κοντά στην Πέλλα της Μακεδονίας. Το χωριό μας απείχε μόλις 1,5 χιλιόμετρο από τα σύνορα με την πρώην Γιουγκοσλαβία.
Ήμασταν τέσσερα παιδιά στην οικογένεια, και στο τέλος όλοι μας βρεθήκαμε στο εξωτερικό. Ξέρετε, συχνά κάνουν λόγο για παιδομάζωμα, για τη βιαία μετανάστευση των παιδιών. Εγώ δεν μπορώ να το δεχτώ, ακούστε με και ίσως πολλοί από σας ν’ αλλάξουν γνώμη.
Το πρωί εκείνης της μοιραίας μέρας κοντά στο χωριό μας μαίνονταν μάχες: οι αντάρτες συγκρούστηκαν με το στρατό. Τα αεροπλάνα έριχναν βόμβες, παντού – πυροβολισμοί, και φανταστείτε έναν επτάχρονο πιτσιρικά, που σηκώθηκε από το κρεββάτι και βρέθηκε στο απόλυτο χάος! Γυναίκες και παιδιά να τρέχουν προς τα σύνορα! Έπιασα το μικρότερο αδερφάκι μου από το χέρι κι άρχισα να τρέχω και η μάνα μου, έγκυος, να τρέχει ξοπίσω μου και να φωνάζει: «Πού μ’ αφήνεις;» Δεν άκουγα και δεν καταλάβαινα τίποτα, ακολουθούσα αυτούς που έτρεχαν στα σύνορα. Έτσι βρέθηκα στη Γιουγκοσλαβία. Ήμουν το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένεια. Δε θα το ξεχάσω ποτέ!»
Ο Γιάννης Τσελεπίδης δεν είχε πολλές παιδικές φωτογραφίες. Ούτε πρώιμες οικογενειακές. Ξερετε. Μπαμπάς, μαμά, παππούς, σκύλος. Ο πόλεμος, μάλλον οι πόλεμοι έκοψαν τη ζωή του στα δυο, και θα συρράψει τις δυο κομμένες πλευρές της μόλις 10 χρόνια αργότερα, όταν βρεθεί στη Τασκένδη μέσω του Ερυθρού Σταυρού και θα συναντήσει τη μητέρα του.
Τ’ αδέρφια του επίσης έφτασαν στη Τασκένδη, από διαφορετικές σοσιαλιστικές χώρες. Ο Γιάννης Τσελεπίσης ζούσε στη Γιουγκοσλαβία, τη Τσεχοσλοβακία , εκεί ξεκίνησε την επαφή του με τη μουσική και με την παιδική χορωδία έκανε περιοδείες σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, ζούσε στην Πολωνία και την Ουγγαρία.
Την ημέρα που ο Γιάννης Τσελεπίδης έφτασε στη Τασκένδη, μαζί του στο σδηροδρομικό σταθμό αποβιβάστηκαν 800 παιδιά. Μετά από 10 χρόνια πώς ήταν δυνατόν να γνωρίσουν οι μανάδες τα παιδιά τους, και τα παιδιά – τους γονείς;
Η προσαρμογή ήταν δύσκολη. «Η μάνα μου και μετά από δέκα χρόνια χωρισμού έμεινε μάνα μου. Αλλιώς ήταν με τον πατέρα», ομολογούσε ο Γιάνης Τσελεπίδης. Με τον πατέρα του δεν απέκτησε ποτέ οικειότητα, Δεν ήταν καθόλου εύκολο και με τ’ αδέλφια. Μετά από 10 ολόκληρα χρόνια στη Τασκένδη έφτασε ένας διαμορφωμένος σωματικά και ψυχικά νέος άνδρας, με τις δικές του συνήθειες, ιδέες, πεποιθήσεις, με τα προτερήματα και ελαττώματα. Ήταν μια άλλη, εξίσου τραγική πλευρά της ελληνικής τραγωδίας του Εμφυλίου.
***
Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά, πώς θα ήταν η ζωή του Γιάννη Τσελεπίδη, αν εκείνο το πρωί αποφάσιζε να λουφάξει κάπου στο χωριό. Αλλά ας θυμηθούμε τα λόγια του μεγάλου Έλληνα γλύπτη, Μέμου Μακρη, πρόσφυγα στην Ουγγαρία: «Η Ουγγαρία είναι η χώρα, που μου έδωσε τη δυνατότητα να γίνω αυτό που έγινα, και ως κράτος και ως κοινωνικό καθεστώς. Όμως ανήκω στην ελληνική καλλιτεχνική οικογένεια…» …
Ο Γιάννης Τσελεπίδης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1980 χωρίς να χάσει την ελληνική του ταυτότητα – κυριολεκτικά και μεταφορικά, έχοντας εμπλουτίσει τον ψυχικό του κόσμο και τον καλλιτεχνικό του ορίζοντα με τους πολιτισμούς των πλέον διαφορετικών λαών της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν απόφοιτος του Ωδείου της Τασκένδης, μετά για δυο χρόνια σπούδασε στη Μόσχα, στη Μουσική Ακαδημία.
«90% των παιδιών των πολιτικών προσφύγων, ελεγε, 60χρονα σήμερα και βάλε, (αυπό ειπώθηκε το 2007) ήταν απόφοιτοι των Πανεπιστημίων της Σοβιετικής Ένωσης: ένας αδελφός μου είναι τραγουδιστής όπερας και τραγουδά στη Λυρική Σκηνή Αθηνών, άλλος αδελφός – ναυπηγός, η αδελφή μου – χημικός». Όλοι ζούσαμε με το όνειρο της επιστροφής, αλλά και οι καθηγητές μας σε όλες αυτές τις χώρες, που φιλοξένησαν τα παιδιά του Εμφυλίου, δεν έπαυαν να μας υπενθυμίζουν, ότι πρέπει να σπουδάζουμε, για να είμαστε χρήσιμοι στην πατρίδα μας».
Η σκέψη της πατρίδας με τα χρόνια γινόταν όλο και πιο επίμονη, παρά το γεγονός ότι η επιτυχία του στη Σοβιετική Ένωση ήταν τεράστια, απόλυτη, και θα μπορούσε να ξεχαστεί, να μείνει και να συνεχίσει να χτίζει την λαμπρή του καριέρα εκεί. Επαναπατρίστηκε, όταν ήταν 41 ετών: πιθανόν κάθε Έλληνας προσλαμβάνει με το μητρικό γάλα και το σύνδρομο του Οδυσσέα, σύνδρομο της Ιθάκης, και δεν τον κρατά κανένα νησί της Καλλυψούς.
Ο Γιάννης Τσελεπίδης, όταν ακόμα ζούσε στη Σοβιετική Ένωση, τραγουδούσε για την Ελλάδα σε πολλά Φεστιβάλ και Διεθνείς Διαγωνισμούς: το νεοσύστατο συγκρότημα συμμετείχε στο Παγκόσμιο Φεστιβαλ Νεολαίας στη Σόφια και το Βερολίνο, σημειώνοντας απανωτούς θριάμβους, και με τον Γιάννη Τσελεπίδη να βραβεύεται με χρυσά μετάλλια.
«Μια ζωή συμμετείχα στα κοινά, και όχι μόνο στα κοινά της Ελληνικής Κοινότητας στο Ουζμπεκιστάν ή στη Ρωσία. Πιστεύω, ότι είμαι ο μοναδικός ξένος καλλιτέχνης – αφού ποτέ δεν απέκτησα σοβιετικό διαβατήριο, που τιμήθηκε με τον τίτλο του διακεκριμένου καλλιτέχνη του Ουζμπεκιστάν και της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το συγκρότημα μας απέκτησε τόσο μεγάλη φήμη, που δίναμε πάνω από 200 συναυλίες το χρόνο – μια ορχήστρα 7 ατόμων και 5 ερμηνευτές».
Τα δύσκολα για ρωσικό αφτί ελληνικά ονόματα των συντελεστών του Μπουζούκι θυμούνται ακόμα. Ακόμα θυμούνται την Ελπίδα Παπακυπαρίου, στο πρόσωπο της οποίας οι Ρώσοι είδαν το ζωντανό ελληνικό κάλλος και η οποία έμαθε τους Ρώσους να χορεύουν το συρτάκι.
Το Μουζούκι έπαιζε, τραγουδούσε, χόρευε στα στάδια, στις σκηνές των θεάτρων, στα εργοστάσια, σε ανοιχτούς χώρους. Η Ελλάδα αποτελούσε τότε για τους κατοίκους της Σοβιετικής Ένωσης σχεδόν terra incognita, μια άγνωστη χώρα, και οδηγός τους σ΄αυτη την χώρα ήταν το Μουζούκι του Γιάννη Τσελεπίδη.
Πρέπει να πούμε, ότι η αιτία της ίδρυσης του Μπουζούκι ήταν πρωτίστως πολιτική: συγκροτήθηκε την περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα με κύριο στόχο τη συγκέντρωσης χρημάτων για τον αντιδικτατορικό αγώνα.
Πριν από κάθε συναυλία ο Γιάννης Τσελεπίδης έπαιρνε το μικρόφωνο και μιλούσε για την κατάσταση στην Ελλάδα. Αργότερα, στην Ελλάδα, έκανε το ίδιο, ήταν άτυπος πρέσβης της ρωσικής κουλτούρας, της ρωσικής πνευματικής κληρονομιάς.
Έχει πλούσιο αρχείο με αποκόμματα από τις εφημερίδες σχεδόν όλων των Δημοκρατιών της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης. «Μουσική του ήλιου», «Ουράνια μουσική», «Μουσική της αθάνατης Ελλάδας» – οι μερικοί τίτλοι των άρθρων για τους νέους, όμορφους, ταλαντούχους Έλληνες…Αν ψάξουμε άρθρα στον ελληνικό τύπο: εκτός από ανακοινώσεις των συναυλιών και αφίσες μάλλον δεν θα βρούμε καμιά άλλη αναφορά στον Τσελεπίδη, που έζησε και δούλεψε στην πατρίδα του 27 ολόκληρα χρόνια.
«Ξέρετε, μου είπε το 2007, είναι η πρώτη συνέντευξη, που δίνω σε δημοσιογράφο, αφότου επέστρεψα στην Ελλάδα. Εδώ ούτε μια γραμμή δεν γραφθηκε για μένα είτε για το Μπουζούκι, και με πονάει αυτό. Δεν μιλάω πολιτικά, καταλάβετέ το, ήμουν και είμαι καλλιτέχνης και καλλιτέχνης θα μείνω, αλλά δεν είναι παράλογο; Στην Σοβιετική Ένωση οι Ελληνες προωθούσαν και διαφήμιζαν την Ελλάδα, είχαμε αυτή τη δυνατότητα, αλλιώς δεν θα μπορούσα να φτιάξω το συγκρότημα και να ταξιδεύω σε όλη την σοβιετική επικράτεια, δεν θα μπορούσα να δώσω στη Μόσχα το 1971 μια γιγάντια συναυλία, αφιερωμένη στον Μίκη Θεοδωράκη με χιλιάδες θεατές και μαέστρο τον Οδυσσέα Δημητριάδη, διάσημο σε όλον τον κόσμο Έλληνα του Πόντου. Το Μπουζούκι δεν ήταν απλά ένα ελληνικό συγκρότημα, αλλά ένα από τα πέντε καλύτερα στη Σοβιετική Ένωση. Κάποια στιγμή αναγκαστήκαμε να δίνουμε συναυλίες μόνο σε χώρους για 5-7 χιλιάδες θεατές! Ακόμα κι αφότου επέστρεψα στην Ελλάδα συνέχιζα να πηγαίνω στη Σοβιετική Ένωση για συναυλίες: το 1985 δουλέψαμε μια ολόκληρη εβδομάδα στο Ολυμπιακό Στάδιο της Μόσχας. Επί μια εβδομάδα ήταν γεμάτο!»
Μια πληροφορία: το Ολυμπιακού Σταδίου της Μόσχας, απ’ όπου το 1980, πέταξε ο γιγάντιος Αρκούδος, μασκοτ της Ολυμπιάδας διαθέτει 78360 καθιστές θέσεις!
«‘Ήμουν στη Συναυλία στην πόλη Αστραχάν, έγραψε πρόσφατα ένας θερμός θαυμαστής του Γιάννη Τσελεπίδη στην προσωπική του σελίδα στο Διαδίκτυο, κατέβασα την αφίσα τους από έναν στήλο και την φύλαγα για πάρα πολλά χρόνια. Αλλά χάρη στο Μπουζούκι, παίζω κι εγώ τώρα μπουζούκι, πήγα στην Ελλάδα και το έφερα από κει. Θα σας θυμάμαι πάντα. Ευχαριστώ πολύ!» (Το ευχαριστώ πολύ είναι γραμμένο στα ελληνικά).
Τέτοιες αναφορές είναι δεκάδες, και αν ψάξει κανείς καλύτερα – εκατοντάδες! Αν ο Μίκης Θεοδωράκης εισήγαγε το μπουζούκι στη συμφωνική ορχήστρα, ο Γιάννης Τσελεπίδης το έκανε γνωστό σε 300 εκατομμύρια κόσμο… Δυο ακόμα ενδεικτικές πληροφορίες: το πρώτο μπουζούκι στο συγκρότημα του Γιάννη Τσελεπίδη έγινε αργότερα το πρώτο μπουζούκι στην ορχήστρα του Μίκη Θεοδωράκη, και το συγκρότημα Μπουζούκι έφερε μόνο στα ταμεία του Συμβουλίου των Πολιτικών Προσφύγων 30 εκατομμύρια δραχμές (το δολάριο τότε κόστιζε 30 δραχμές…)
***
Μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Ελλάδας μεσολάβησε η Αμερική, που εκείνη την εποχή ήταν η Μέκκα της σύγχρονης μουσικής. Ο Γιάννης Τσελεπίδης έγινε δεκτός στην Φιλαρμονική της Νέας Υιόρκης με πολύ καλή αμοιβή. Θα μπορούσε να ρίξει άγκυρα εκεί: το αμερικάνικο φιλόμουσο κοινό παραληρούσε, όπως και το σοβιετικό, και στην Αστόρια… κακός χαμός!
«Θα μπορούσα να παίρνω μέρος σε διάφορα σόου και να αμοίβομαι με 1000 δολάρια τη βραδιά. Αλλά όταν ζεις μετανάστης επί 30 χρόνια, δύσκολα αποφασίζεις να μεταναστεύεις ξανά μόνο και μόνο για τα λεφτά»…
Στην Ελλάδα, όπου επέστρεψε το 1980, ο Γιάννης Τσελεπίδης έγινε δεκτός στην Εθνική Λυρική Σκηνή… μετά τη σύσταση του… Κωνσταντίνου Καραμανλή-πρεσβύτερου, που τον άκουσε τυχαία σε ένα κέντρο, όπου τραγουσούσαν με τον αδερφό του ρωσικά τραγούδια.
Εκτός από αυτή την κύρια απασχόληση, ο Γιάννης Τσελεπίσης ασχολήθηκε με τις χορωδίες του Δήμου του, της Νέας Ιωνίας – την παιδική, την εφηβική, ενηλίκων. Ήταν η κοινωνική του προσφορά. Όχι δουλειά, όχι μερκάματο, όχι συμπληρωματικό εισόδημα, αλλά προσφορά. Όταν δίνεις και παίρνεις όχι σε χρήμα, αλλά σε ήθος, σε φιλία, σε αγάπη.
Η φωνή του Γιάννη Τσελεπίδη μπορούσε να αποδώσει τα πάντα, Ίσως ο ίδιος έζησε και ένιωθε τα πάντα – και την ύστατη χαρά από τον θαυμασμό εκατομμυρίων ακροατών και τον ύστατο πόνο από τον χαμό του γιου του. Έζησε τον πόλεμο, την εγκατάλειψη, έζησε τον χωρισμό από τους γονείς και τ’ αδέρφια του, από την πατρίδα του, έζησε σαν ορφανός, αλλά και σαν ίνδαλμα. Ήταν άνθρωπος του κόσμου, ίσως γι΄αυτό η απαράμιλλη φωνή του ταίριαζε σε συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη, στα τραγούδια του Αττίκ και του Σογιούλ, σε ρομάντζες, σε άριες, αλλά και σε ρωσικά πολεμικά τραγούδια.
Το 2005 η κυβέρνηση της Μόσχας τον κάλεσε να τραγουδήσει στους εορτασμούς, αφιερωμένους στα 60 χρόνια της Νίκης στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μαζί με τα μεγαλύτερα ονόματα της ρωσικής μουσικής σκηνής.
Ο Γιάννης Τσελεπίδης τραγούδησε ελληνικά σε ένα ιερό για όλους τους Ρώσους τόπο – στο Βουνό των Προσκυνημάτων – έναν τεράστιο λόφο, που αναφέρεται στα ρωσικά χρονικά από το 1368 και όπου κάποτε οι ταξιδιώτες σταματούσαν για να προσκηνήσουν όλους ταυτόχρονα τους ορθόδοξους ναούς της Μόσχας. Σήμερα στο λόφο βρίσκεται το γιγάντιο Πάρκο της Νίκης.
Κάθε μεγάλος ερμηνευτής έχει το δικό του τραγούδι-κλειδί. Το έχει και ο Γιάννης Τσελεπίδης. Είναι ένα από τα αγαπημένα σοβιετικά τραγούδια Οι Γερανοί του Ιάν Φρένκελ σε στίχους του Αβάρου ποιητή, Ρασουλ Γκαμζάτοφ από μια μικρή Δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης, το Νταγεστάν, αφιερωμένο στους πεσόντες στις μάχες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αφορμή για το τραγούδι έγινε η επίσκεψη του ποιητή στη Χιροσίμα της Ιαπωνίας και προσκήνυμα εκεί στο μνημείο της μικρής Γιαπωνέζας, Σαντάκο Σασάκι, που πέθανε μετά την πυρηνική έκριξη. Η Σαντάκο έφτιαξε χίλιους χάρτινους γερανούς, πιστεύοντας, σύμφωνα με την ασιατική παράδοση, ότι θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία της και θα ζήσει. Λέει το τραγούδι:
«Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες ||που πέσανε στη ματωμένη γη ||δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ’ το χώμα ||αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί.»
Ο Γιάννης Τσελεπίδης ήταν ίσως ο καλύτερος ερμηνευτής αυτού του τραγουδιού. Και αυτό το τραγούδι επέλεξαν οι μαθητές του από τη Νέα Ιωνία να τραγουδήσουν στην κηδεία του στις 6 Απριλίου στο Ναό του Νεκροταφείου του Σχιστού
Ήταν πολύ περίεργο ν’ ακούγονται οι απλοί και διαπεραστικοί στίχοι μέσα στον Ορθόδοξο Ναό. και τίμη στον ιερέα, που τέλεσε τη νεκρώσιμο ακολουθία και το δέχθηκε.
Ίσως για πρώτη φορά ο Γιάννης Τσελεπίδης δεν κράτησε το λόγο που έδωσε. Το λόγο που έδωσε σε πάνω από τους 300 φίλους και θαυμαστές του στην τελευταία του συναυλία ρωσικής ρομάντζας στις 14 Φεβρουαρίου του 2007. Ο Γιάννης, κουρασμένος από τη δίωρη ερμηνεία, και κλείνοντας τη βραδιά υποσχέθηκε, ότι σύντομα θα ξανασυνατηθεί με το ακροατήριό του.
***
Ο Γιάννης έφυγε την Μεγάλη Παρασκευή, στις 6 Απριλίου του 2007. Θυμάμαι μόλις δυο μέρες πριν τον συνάντησα στο Πολιτιστικό Κέντρο της Ρωσικής Πρεσβείας, και ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στο Ουζμπεκιστάν, όπου κάθε χρόνο έπαιρνε μέρος στην Επιτροπή του Φεστιβάλ Τραγουδιου, και όπου παρ΄όλες τις αλλαγές – πολιτικές, γεωπολιτικές και κοινωνικές – συνέχιζε να έχει φίλους και θαυμαστές. Η Πρεσβεία της Ρωσίας στο πρόσωπο του Πρέσβη της Ρωσικής Ομοσπονδίας έστειλε στην χήρα του Γιάννη Τσελεπίδη, την Μαργαρίτα, προσωπική επιστολή:
«Αγαπητή Μαργαρίτα, είμαστε συγκλονισμένη από τον ξαφνικό θάνατο του συζύγου σας και φίλου μας, Γιάννη Τσελεπίδη. Ήταν θαυμάσιος ερμηνευτής με απαράμιλλη και πολύπλευρη φωνή, που επί πολλά χρόνια καθήλωνε τους ακροατες στην αχανή επικράτεια της Σοβιετικής Ένωσης, κι αργότερα – στην Ελλάδα. Με εξίσου μεγάλη επιτυχία ερμήνευε κλασικό, έντεχνο και λαϊκό τραγούδι. Ήταν Έλληνας, αλλά είχε τεράστια ρωσική ψυχή, που γέμισε τη φωνή του με ανεπανάληπτο λυρισμό και απίστευτη ενέργεια. Τον αγαπούσαμε για την ανθρωπιά του, την ευγένειά του, την αισιοδοξία. Δεν ήταν μόνο τραγουδιστής, αλλά και κοινωνικός παράγοντας, που παρήγαγε νέες ιδέες, σχεδίαζε και συνέβαλε συνεχώς στην σύσφιξη των ελληνορωσικών πολιτιστικών σχέσεων, συμμετείχε στην υλοποίηση τους. Η φωτεινή του μορφή θα ζει πάντα στις καρδιές μας.
Παντοτινός σας φίλος., Πρέσβης της Ρωσίας στην Ελλάδα Αντρέι Βδόβιν».
Γιάννης Τσελεπίδης Νύχτες της Μόσχας
Πηγή: www.greekorbis.gr