Απέναντι

της Νάταλι Λέκκα

Πάνε δύο εβδομάδες από τότε που είδα την οικογένειά μου για τελευταία φορά. Το ταξίδι μου στο Παρίσι με αποσυντόνισε περισσότερο από όσο έπρεπε. Οι βόλτες στο Σηκουάνα και τα επαγγελματικά δείπνα στα ακριβότερα εστιατόρια της πόλης όμως, δεν μπόρεσαν να αντικαταστήσουν τη θαλπωρή του σπιτιού μου.
Έχω ήδη μπει στον εναέριο χώρο της Ελλάδας και περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία να προσγειωθούμε. Από ψηλά βλέπω τη φωτισμένη Αττική και με πιάνει συγκίνηση.

Περιμένω πως και πώς να πιάσουμε έδαφος, να κατέβω από το αεροπλάνο και να αναπνεύσω επιτέλους ελληνικό αεράκι.
Περνάω από τον υποχρεωτικό έλεγχο των διαβατηρίων αλλά οι υπάλληλοι με αφήνουν να περάσω ανενόχλητη σαν να καταλαβαίνουν πόσο βιάζομαι να γυρίσω πίσω σπίτι. Περιμένω τις βαλίτσες μου δέκα λεπτά και τέλος κατευθύνομαι προς το πάρκιν του αεροδρομίου. Έχω αφήσει το αυτοκίνητο μου εκεί δύο ολόκληρες εβδομάδες και επιτέλους νιώθω ότι μπαίνω μέσα σε γνώριμο χώρο. Βάζω μπροστά τη μηχανή και κατευθύνομαι προς την επαρχιακή μας πόλη όπου με περιμένουν ο άντρας μου και τα παιδιά μου.

Ο ήλιος πέφτει αργά και βιάζομαι να φτάσω στον πολυπόθητο προορισμό μου προτού νυχτώσει για τα καλά. Τα αυτοκίνητα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα και νιώθω λίγο απροετοίμαστη πίσω από το τιμόνι. Κάνει κρύο έξω, τα τζάμια έχουν θολώσει από τους υδρατμούς και αναπολώ το τζάκι μας στο σαλόνι, οπού μαζεύονται κάθε απόγευμα ο Γιαννάκης και η Καιτούλα και διαβάζουμε ιστορίες. Αναρωτιέμαι τι καλό μου έχει μαγειρέψει ο άντρας μου και πλέω σε πελάγη ευτυχίας.
Στρίβω μέσα σε έναν ερημικό παράδρομο για να κόψω δρόμο. Το φως είναι λιγοστό. Λειτουργούν ελάχιστες μόνο από τις κολώνες της ΔΕΗ και το οπτικό μου πεδίο είναι πολύ περιορισμένο. Από το θόρυβο που κάνει το αυτοκίνητό μου πάνω στο δρόμο, καταλαβαίνω ότι δεν έχουν τελειώσει ακόμα τα έργα του δρόμου.
Στο απέναντι ρεύμα, βλέπω να πλησιάζουν από μακριά, τα δυνατά φώτα ενός φορτηγού. Ο οδηγός κουνάει τα χέρια του με μανία, προσπαθεί να με χαιρετίσει ή να με προειδοποιήσει για κάτι. Τον βλέπω να έρχεται καταπάνω μου, με τα μάτια του γουρλωμένα από το φόβο, και στρίβω το τιμόνι απότομα δεξιά για να τον αποφύγω. Δεν προλαβαίνω…
Οι κοφτερές λαμαρίνες του φορτηγού του βουλιάζουν μέσα στις δικές μου. Το μικρό φίατάκι μου γίνεται φυσαρμόνικα κάτω από το δικό του τεράστιο όχημα. Βλέπω το παρμπρίζ του φορτηγού να θρυμματίζεται και ο οδηγός του να εκσφενδονίζεται προς τα έξω. Χτυπάω με μεγάλη πίεση πάνω στο τιμόνι και τραντάζομαι δυνατά προς τα πίσω. Τρέμω για το χειρότερο. Νιώθω εγκλωβισμένη. Ο θάνατος πλησιάζει…
Κάθομαι ήρεμα και περιμένω. Όπου να ‘ναι θα με εγκαταλείψουν και οι τελευταίες δυνάμεις μου, θα βυθιστώ σε βαθύ κώμα και θα χάσω παντελώς τις αισθήσεις μου. Περιμένω πέντε λεπτά, δέκα λεπτά…
Ανοίγω τα μάτια μου, είμαι ακόμα ζωντανή. Προσπαθώ να μετακινήσω το χτυπημένο σώμα μου, δε φαίνεται όμως να έχω σπάσει κανένα κόκκαλο. Δε νιώθω κανένα πόνο. Τα πόδια μου είναι εγκλωβισμένα κάτω από τη βαριά λαμαρίνα του αυτοκινήτου μου. Προσπαθώ με αργές κινήσεις να τα ξεκολλήσω, πρώτα το δεξί και μετά το αριστερό. Η πόρτα του αυτοκινήτου έχει λυγίσει σε τέτοιο σημείο που δεν μπορώ να την ανοίξω. Βγαίνω από το θρυμματισμένο παράθυρο.
Ο δρόμος είναι εντελώς άδειος και είναι πια μαύρο σκοτάδι έξω. Το φορτηγό έχει κολλήσει πάνω στο αυτοκίνητό μου και ο άτυχος οδηγός του κολυμπάει στο αίμα. Το κινητό μου έχει μείνει από μπαταρία και πρέπει οπωσδήποτε να βρω βοήθεια. Τα έχω παντελώς χαμένα. Αναγκάζομαι να αφήσω πίσω το αυτοκίνητο μου που έχει υποστεί τεράστιες ζημιές και να βγω στον αυτοκινητόδρομο. Συνεχίζω με τα πόδια.
Σκέφτομαι την οικογένειά μου που με περιμένει σπίτι ανυπόμονα. Πρέπει να επικοινωνήσω μαζί τους το γρηγορότερο. Περπατάω 15 λεπτά συνεχόμενα προς άγνωστη κατεύθυνση. Βλέπω ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει από μακριά και κάνω ωτοστόπ. Δε σταματάει. Κάνει υπερβολικό κρύο και τρίβω τις παλάμες μου για να ζεσταθώ. Συνεχίζω να περπατάω. Κάποιος, κάποια στιγμή θα σταματήσει. Περνάει ένα δεύτερο αυτοκίνητο αλλά ούτε αυτό σταματάει.
Βλέπω στο βάθος κάτι που μοιάζει με τηλεφωνικός θάλαμος. Η πρώτη μου σκέψη είναι να τηλεφωνήσω αμέσως σπίτι και να τους πω ότι είμαι καλά. Σχηματίζω το νούμερο του σπιτιού και περιμένω. Το σηκώνει η κόρη μου η Καίτη.
«Παρακαλώ…»
«Καίτη, εγώ είμαι, η μητέρα σου», απαντάω. Ένα λευκό συννεφάκι καπνού βγαίνει από το στόμα μου.
«Ποιος είναι παρακαλώ;» συνεχίζει η Καίτη.
«Εγώ η μαμά σου, με ακούς;»
Φαίνεται ότι υπάρχει πρόβλημα στη γραμμή και δεν μπορεί να με ακούσει.
«Εμπρός…»
«Καίτη;»
«Καίτη;», ακούω την Καίτη να λέει.
«Καίτη;», επαναλαμβάνω.
«Καίτη;»
Κάθε φορά που λέω το όνομά της, την ακούω να το επαναλαμβάνει με τη δικιά της
φωνή, σχεδόν ταυτόχρονα με μένα, σαν να είναι η ηχώ μου. Τρομοκρατημένη με την άδεια φωνή που μου απαντάει από την άλλη άκρη της γραμμής, κλείνω το τηλέφωνο.
Συνεχίζω να περπατάω μέσα στο βαθύ σκοτάδι προσπαθώντας να μην απελπίζομαι. Πρέπει να βρω οπωσδήποτε βοήθεια. Εκατό μέτρα πιο κάτω βλέπω φώτα. Πρέπει να ανήκουν σε κάποιο μπαρ-εστιατόριο, από αυτά που εξυπηρετούν τους οδηγούς που σταματάνε για λίγο, πριν συνεχίσουν το μακρύ ταξίδι τους. Βλέπω πολλά σταματημένα αυτοκίνητα απ΄ έξω, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει πολύ κόσμος μέσα.
Μπαίνω μέσα. Κάνει αρκετή ζέστη και για πρώτη φορά μετά το ατύχημα, νιώθω λίγο καλύτερα. Τα έντονα φώτα του εστιατορίου με χτυπούν κατευθείαν στα μάτια. Γρήγορα όμως τα συνηθίζω. Το μπαρ είναι γεμάτο κόσμο που περιμένει εναγωνίως να παραγγείλει και να σερβιριστεί. Τα λιγοστά γκαρσόνια του μαγαζιού βρίσκονται σε κατάσταση πανζουρλισμού.
Μπαίνω γρήγορα στην ουρά και προσπαθώ να φτάσω όσο γίνεται πιο κοντά στο μπαρ για να ζητήσω επειγόντως βοήθεια, αλλά κανένας δε μου δίνει σημασία. Μάταια, προσπαθώ να κινήσω την προσοχή κάποιου από τα γκαρσόνια. Χτυπάω δυνατά παλαμάκια με τα χέρια μου, προσπαθώ να σφυρίξω σε διάφορους ρυθμούς, κάνω απότομες κινήσεις για να με δουν, όμως κυριαρχεί ο θόρυβος και η αταξία και οι πεινασμένοι ταξιδιώτες διεκδικούν τη θέση τους στο μπαρ με υπερβολικό ζήλο. Απελπίζομαι.
Βγαίνω έξω βαθιά απογοητευμένη. Είμαι έτοιμη να με πάρουν τα δάκρυα, όταν βλέπω, στα 20 μέτρα περίπου, τη στάση ενός λεωφορείου. Δεν περιμένει κανείς, όμως το δρομολόγιο λέει ξεκάθαρα ότι θα περάσει λεωφορείο από εδώ σε 10 περίπου λεπτά. Κάθομαι και περιμένω σιωπηλά μέσα στο σκοτάδι.
Δώδεκα λεπτά αργότερα, βλέπω από μακριά να έρχεται ένα λεωφορείο. Σταματάει ακριβώς μπροστά μου και κατεβαίνουν 2 ηλικιωμένες κυρίες. Ανεβαίνω γρήγορα και κάθομαι στη θέση τους. Σκοπεύω να κατέβω στο επόμενο χωριό για να ζητήσω βοήθεια. Σκέφτομαι την οικογένειά μου και πόσο θα ανησυχούν που δεν έχω πάει σπίτι ακόμα. Με την πρώτη ευκαιρία πρέπει να πάρω αμέσως τηλέφωνο σπίτι και να φορτίσω το κινητό μου.
Κατεβαίνω στην κεντρική πλατεία του επόμενου χωριού. Ψάχνω επειγόντως μια ζωντανή ψυχή να ζητήσω βοήθεια. Βλέπω ένα τηλεφωνικό θάλαμο. Δίπλα ακριβώς βρίσκεται ένα καφενείο και οι λιγοστοί άντρες που βρίσκονται μέσα, παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις κεντρικές ειδήσεις του τοπικού καναλιού. Σηκώνω το ακουστικό και παρακολουθώ ταυτόχρονα την οθόνη της τηλεόρασης.
Σήμερα στις 18.37 μμ, στον παράδρομο Εθνικής Αθηνών -Λαμίας, στο ύψος της Λίμνης του Μαραθώνα, σημειώθηκε αιματηρό περιστατικό ανάμεσα σε φορτηγό και Ι.Χ. Νεκροί οι οδηγοί και οι επιβάτες και των δύο οχημάτων. Η Αστυνομία έχει ήδη επικοινωνήσει με τις οικογένειες των θυμάτων οι οποίες βρίσκονται αυτή τη στιγμή στον τόπο του ατυχήματος….
Το ακουστικό γλιστράει από τα χέρια μου. Τα γόνατά μου λυγίζουν. Οι δυνάμεις μου με εγκαταλείπουν. Χάνω τον κόσμο μου. Νιώθω ότι έχουν τελειώσει τα πάντα για μένα. Δεν έχω πια θέση πάνω σε αυτήν τη γη και οι νόμοι που διέπουν τον κόσμο των ζωντανών δεν εφαρμόζονται πάνω μου. Θέλω να γυρίσω στον τόπο του ατυχήματος για να ξαναδώ την οικογένειά μου. Έστω και για τελευταία φορά.
Ο δρόμος της επιστροφής, πίσω στο χώρο όπου άφησα την τελευταία μου πνοή, μου φαίνεται πολύ σύντομος. Βλέπω από μακριά τον άντρα μου και τα παιδιά μου. Θέλω να πάω να τους μιλήσω, να τους πω ότι είμαι μια χαρά, ότι δεν πόνεσα ούτε μία στιγμή. Τους πλησιάζω. Πιάνω το γιο μου, το Γιάννη, από τον ώμο.
«Παιδιά ήρθα, είμαι καλά.»
«Μαμά….μαμά….»,  ακούω την κόρη μου την Καίτη. «Μαμά σε περιμένουμε…»
«Ξυπνάει….γιατρέ ξυπνάει….», ακούω μια άλλη φωνή.
«Μιλήστε της αν θέλετε, δεν μπορεί να σας μιλήσει, αλλά μπορεί να σας ακούσει.»
Προσπαθώ με πολύ κόπο να ανοίξω τα κουρασμένα μάτια μου. Είμαι ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Συνειδητοποιώ ότι η γυναικεία φωνή που άκουσα πριν λίγο είναι της μάνας μου. Δεν μπορώ να αντιδράσω αλλά νιώθω τη ζεστή παρουσία της δίπλα μου. Ο άντρας μου και τα παιδιά μου είναι και αυτοί εκεί. Νιώθω σαν να έχω μόλις ξυπνήσει από βαθύ ύπνο ημερών. Ακούω τη μητέρα μου να μονολογεί.
«Ξύπνησες κόρη μου… μετά από έναν βαθύ ύπνο 18 ολόκληρων ωρών! Οι γιατροί έλεγαν ότι μπορεί και να μην ξανά άνοιγες τα μάτια σου, όμως δεν τους πίστεψα. Ξέρω τι κόρη έχω εγώ. Ξέρεις να παλεύεις. Ήρθα λοιπόν να σε βρω εγώ, αφού δεν μπόρεσες να έρθεις εσύ. Σημασία έχει ότι είσαι καλά. Η σύμπτωση όμως με τρομάζει. Στο ίδιο αυτό σημείο δεν είχατε πάθει το ατύχημα με τον Αλέξη και τα παιδιά; Πριν από 2 χρόνια;»
Ξαφνικά έρχονται τραγικές εικόνες στο μυαλό μου. Ο άντρας μου, εγώ, τα παιδιά μας, το αυτοκίνητό μας, ο αυτοκινητόδρομος, το φορτηγό… Από το μοιραίο ατύχημα επέζησα μόνο εγώ. Τώρα καταλαβαίνω. Αισθάνομαι τον άντρα μου και τα παιδιά μου να χάνονται στο βάθος του δωματίου όπου νοσηλεύομαι. Η μητέρα μου είναι μόνη της τώρα και με χαϊδεύει στο μέτωπο. Νιώθω να βυθίζομαι ξανά σε βαθύ ύπνο.
Έχει μαζευτεί η Αστυνομία τώρα και σηκώνουν τα διαλυμένα αυτοκίνητα με γερανό. Δε θέλω να κάτσω άλλο να δω τη συνέχεια. Βλέπω από μακριά τον άντρα μου και τα παιδιά μας να με κοιτάζουν ζεστά. Περπατάνε μόνοι τους, με αποχαιρετούν και χάνονται στον ορίζοντα.

το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο www.greekorbis.gr