Η ανάγνωση και η ανάλυση των κειμένων του Τσέχωφ κράτησαν μια εβδομάδα, και μετά το πέρας αυτών των ημερών τίποτε δεν έμεινε όρθιο και στη θέση του. Ο χώρος όμως του KODOSTAGE, όπου έγινε το masterclass, ακόμα φυλάει τα λόγια που ειπώθηκαν εκεί και τις αέρινες κινήσεις του Δασκάλου πάνω στην αυτοσχέδια σκηνή. Ας ανασύρουμε κάποια από αυτά από τη μνήμη μας.
Οι ήρωες του Τσέχωφ μιλάνε συνέχεια για το μέλλον, γιατί σήμερα δεν υπάρχει τίποτα, που να τους δίνει χαρά. Είναι η φυγή τους. Υπάρχει μεγάλη διαφορά: κάθομαι και συζητάω για το τι θα γίνει σε 200 χρόνια. Μα ποιος νοιάζεται; Οι ήρωες του Τσεχώφ μιλούν για κάτι που τους λείπει στο παρόν. Είναι η νοσταλγία για μια καλύτερη ζωή, η επιθυμία να γίνουν Ίκαροι. Είναι η μίξη του νατουραλισμού με τον συμβολισμό.
Με την εμφάνιση του κινηματογράφου κι αργότερα της τηλεόρασης, όλοι έλεγαν, ότι το Θέατρο θα πεθάνει. Αλλά αυτό δε θα γίνει ποτέ, γιατί το Θέατρο είναι πολύ προσωπική Τέχνη, κάτι, που δεν αντικαθίσταται…
Ο κινηματογράφος είναι μια φιξαρισμένη δημιουργική διαδικασία. Στο Θέατρο όμως, οι θεατές βλέπουν και τη σύλληψη και το αποτέλεσμα, βλέπουν, πώς γεννιέται το έργο. Το έργο γεννιέται την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα και το αποτέλεσμα. Το Θέατρο είναι πολύ κοντά στη Μουσική. Παίζω κάτι του Μότσαρτ και ταυτόχρονα ακούω μουσική, βλέπω, πως η μελωδία γεννιέται από ένα ξύλο, από το πιάνο. Είμαι παρών σε μια πολύ προσωπική διαδικασία.
Ο άνθρωπος ζωγραφίζει στο δρόμο την εκκλησία. Υπάρχει η συγκεκριμένη εκκλησία, και υπάρχει η εκκλησία, που σιγά-σιγά εμφανίζεται στο μουσαμά. Είμαι παρών στη δημιουργική διαδικασία και ταυτόχρονα βλέπω το αποτέλεσμά της.
Πρέπει να βλέπω τη γέννηση, τη δημιουργία, γιατί το νόημα χάνεται, όταν ο ηθοποιός κάθε φορά κάνει στη σκηνή τα ίδια και τα ίδια. Πώς πρέπει να παίζουμε για να υπάρχει κάθε φορά η γέννηση; Πρέπει να είναι πολύ προσωπική η Τέχνη.
Γι΄αυτό ακριβώς το λόγο η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνώριζε την υποκριτική τέχνη. Την θεωρούσε εισβολή στην προσωπική διαδικασία: ο ηθοποιός δημιουργεί, σαν να είναι ο Θεός, εκτελεί χρέη Δημιουργού.
Αυτό που συμβαίνει στους σκηνοθέτες, είναι πολύ σκληρό: σχεδόν όλοι τους στο τέλος βιώνουν την απόλυτη μοναξιά. Μα αφού οι σκηνοθέτες μια ζωή οδηγούν τους άλλους; Πώς καταλήγουν μόνοι; Πιθανόν, είναι το τίμημα για το δικαίωμα του σκηνοθέτη να διανέμει τους ρόλους και μ’ αυτόν τον τρόπο να επεμβαίνει στις μοίρες άλλων ανθρώπων.
Δηλαδή, αναλαμβάνει την ευθύνη, που δεν πρέπει να αναλαμβάνει. «Εσύ μου κάνεις, κι εσύ – δεν μου κάνεις». Πιθανόν, γι’ αυτό ακριβώς πληρώνει. Αλλά υπάρχει σωτηρία! Δεν πρέπει να διανέμει τους ρόλους ο σκηνοθέτης, αλλά η Φωνή μέσα του. Ο σκηνοθέτης πρέπει να λέει: «Δεν σε βλέπω σ’ αυτόν τον ρόλο». Έτσι έχει δίκαιο, γιατί η διαίσθησή του δικαιώνει την δουλειά του.
Και ο ηθοποιός; Ο ηθοποιός «πληρώνει» για την επιδίωξή του να ξεπεράσει το Χώρο και το Χρόνο, να ξεπεράσει τους περιορισμούς και να ζήσει σε άλλον αιώνα, σε μια άλλη χώρα, πριν από αυτόν, μετά από αυτόν…
Οι ήρωες του Τσέχωφ δεν καταλαβαίνουν και οι ίδιοι, τι τους συμβαίνει. Προσπαθούν να αφουγκραστούν αυτά που γίνονται μέσα τους. Οι ίδιοι αποτελούν αίνιγμα για τον εαυτό τους, και ακριβώς εκεί κρύβεται όλη η γοητεία. Η τραγωδία είναι στην απουσία της τραγωδίας. Υπάρχει θλίψη, υπάρχει αδικία, αλλά όχι τραγωδία. Δεν είναι ο χώρος της τραγωδίας με την κλασική της έννοια.
Ο Λοπάχιν στο Βυσσινόκηπο. Τα παιδιά και τα εγγόνια του είναι οι μελλοντικοί Φορντ, οι μελλοντικοί Ροκφέλερ, εκείνοι θα χτίσουν τις φάμπρικες, τα εργοστάσια. Θα τους στείλει στην Οξφόρδη να σπουδάσουν για να φτιάξουν μια καινούργια κοινωνία. Ο Λοπάχιν θέλει να αναδιοργανώσει τη ζωή, είναι ένα καινούργιο φαινόμενο, που αιφνιδιάζει και τον ίδιο τον Τσέχωφ.
Το έργο μιλάει για το πώς πρέπει να προϋπαντήσουμε τη νέα εποχή. Ο Λοπάχιν δεν φταίει, ότι αγόρασε τον Βυσσινόκηπο, δεν είναι αρπακτικό. Είναι σεισμός, πρόδρομος των αλλαγών, και είναι ανώφελο να του αντιστέκεται κανείς. Μπορείς να αντισταθείς στα στοιχεία της φύσης; Έχει νόημα να αγανακτείς με όσα προκαλούν; Δεν μπορείς να τα βάζεις με τον σεισμό, πρέπει απλά να ξαναχτίζεις από την αρχή. Ο Λοπάχιν αγόρασε το κτήμα, αλλά την εσωτερική επιλογή την έκανε η Ρανέφσκαγια.
Πότε θα «πεθάνουν» οι Αδερφές; Πότε θα «τελειώσουν»; Όταν βρεθούν στη Μόσχα. Ζουν με τη σκέψη, ότι κάπου υπάρχει η Μόσχα. Αλλά εκεί θα τελειώσουν όλα, δε θα υπάρχει πια στόχος για να συνεχίσουν τη ζωή. Η Μόσχα είναι το όνειρό τους, αλλά ο χώρος είναι περιορισμένος, σαν την Κιβωτό του Νώε, και η αλλαγή δεν οδηγεί ,πουθενά. Γι’ αυτό στην πρώτη πράξη γίνεται λόγος για τα μεταναστευτικά πουλιά.
Σε όλους μας δίνεται κάποιος συγκεκριμένος Χρόνος, τον οποίο πρέπει να ζήσουμε στον περιορισμένο Χώρο. Θέλουμε να βγούμε από κει χωρίς να συνειδητοποιούμε, ότι αυτή η φυγή σημαίνει καταστροφή του «εγώ» μας.
Τα πάντα έχουν την αρχή και το τέλος, που είναι ταυτόχρονα η αρχή του κάτι καινούργιου. Όσον αφορά το Βυσσινόκηπο, η απάντηση βρίσκεται στην πρώτη πράξη, στα λόγια του γέρου υπηρέτη του σπιτιού, Φιρς.
Από τον κήπο έμεινε μόνο η ομορφιά, δεν γεννάει πια καρπούς. Ο Βυσσινόκηπος στέκει ως μύθος, ως λεζάντα στηβ εγκυκλοπαίδεια. Έμεινε μόνο στην ψυχή, γιατί έχασε τη λειτουργικότητα, τη σκοπιμότητά του. Αυτό πρέπει να θυμόμαστε, ξεκινώντας την ανάλυση του έργου.
Ο Τσέχωφ δεν κατηγορεί και δεν δικαιολογεί κανένα από τους ήρωές του. Τους καταλαβαίνει.
Μένει να τους καταλάβουμε κι εμείς…