Εμείς, οι ηθοποιοί, πρέπει να βρούμε την απάντηση στην ερώτηση που τέθηκε.
«Εμείς, οι ηθοποιοί, πρέπει να βρούμε πού βρίσκεται η απάντηση στην ερώτηση που τέθηκε. Εμείς ψάχνουμε αυτή τη ζώνη συμφωνίας, όταν εισβάλλουν χιλιάδες θέματα, χιλιάδες απόψεις. Γι’ αυτό, όταν διαβάζεις πώς χτίζεται ένας σύγχρονος διάλογος, στο πρώτο πλάνο δεν βγαίνει ο λόγος, αλλά η σιωπή. Η σιωπή που εμπεριέχει διαλογικό νόημα».
«Η σιωπή δημιουργεί ένα άλλο επίπεδο επικοινωνίας. Δεν ανακοινώνω τίποτα στον θεατή αλλά κάνω τον θεατή συνομιλητή μου, όπως στο μονόλογο «Να ζεί κανείς ή να μη ζει;». Δεν εστιάζω την προσοχή στα λόγια, αλλά σε ό, τι γεννάει αυτός ο λόγος. Κι εδώ γεννάται η αμφισημία, όταν μπορείς να διαλέξεις οποιαδήποτε κατεύθυνση».
«Γιατί θεωρούν τρελό τον Άμλετ; Γιατί δεν αποδέχεται τη λογική πορεία των πραγμάτων. Όσο περισσότερο χτίζουμε την παράσταση κόντρα στη κοινή λογική, τόσο περισσότερες ευκαιρίες δίνουμε στο λόγο έναντι της εικόνας».
«Δεν μπορούμε να καταπολεμήσουμε αυτή την κατάσταση, όπως δεν μπορούμε να πολεμήσουμε τη δυνατή μουσική που δεν προϋποθέτει επικοινωνία ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι ανώφελο γιατί πρόκειται για την τεχνολογική ανάπτυξη, για την εξέλιξη του πολιτισμού. Πώς να πολεμήσεις την ταχύτητα; Δεν πρόκειται το τρένο να πηγαίνει πιο αργά, αντίθετα, θα πηγαίνει πιο γρήγορα. Άρα στο θέατρο πρέπει να παίζουμε ακόμα πιο αργά”.
Γιατί το θέατρο δεν μπορεί να παίξει στο γήπεδο, όπου δεν μπορεί να ανταγωνίζεται.
«Στην παλιά δραματουργία υπήρχε ένας κανόνας: όσο πιο καλή ήταν, τόσο λογότερα κομμάτια μπορούσες να αφαιρέσεις από το έργο. Ή και καθόλου, γιατί θα χανόταν το νόημα. Από το Τσέχοφ μπορείς να αφαιρέσεις σελίδες ολόκληρες, από άποψη λογικής δε χάνεται τίποτα, απλά το έργο γίνεται φτωχότερο. Αλλά δοκιμάστε να αφαιρέσετε ένα κομμάτι από τον Οθέλλο!»
«Πρέπει να εστιάσετε το ταμπεραμέντο σας σε ένα πράγμα: ότι η ζωή αλλάζει. Ο διάλογος δεν μπορεί να υπάρχει με την παλιά του μορφή. Μπορεί, αλλά δε λειτουργεί. Άρα πρέπει να αναζητήσουμε νέες μορφές διαλόγου, όπου παράλληλα με το λόγο υπάρχει πολύς εσωτερικός διάλογος».
«Είναι η ανώτερη επίτευξη της τέχνης της υποκριτικής: υπάρχε διάλογος, συζήτηση μεταξύ δύο ανθρώπων, αλλά πρέπει να ακούγεται ο εσωτερικός διάλογος».
Κεντρική ουσία του διαλόγου είναι και η κεντρική ουσία του θεάτρου: η αναζήτηση της αλήθειας.
«Όπως και στη θρησκεία, δεν μπορούμε να μάθουμε αυτή την αλήθεια ως το τέλος.
Αλλά μας δίνει τεράστια ευχαρίστηση να ζούμε, αισθανόμενοι ότι την πλησιάζουμε.
Ότι επικοινωνώντας ο ένας με τον άλλον, βελτιωνόμαστε, τελοιοποιούμαστε.
Σαν να κάνουμε μια ανακάλυψη. Όποια κι αν είναι αυτή. Κακή ή καλή.