Μικρές ιστορίες Θεάτρου
Γράφει Ευγενία Κριτσέφσκαγια
Ο διαρκής αγώνας των Σουλιωτών και των Σουλιωτισσών στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα έχουν εμπνεύσει πολλούς καλλιτέχνες στην Ευρώπη και στάθηκε αφορμή για συγγραφή διάφορων κειμένων, λογοτεχνικών αλλά και θεατρικών.
Έτσι και το 1809 με αφορμή την άφιξη στην Αγία Πετρούπολη του μητροπολίτη Άρτας Ιγνάτιου, στο Μεγάλο Θέατρο της Αγίας Πετρρούπολης, ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα στην Ευρώπη, στη θέση του οποίου σήμερα στέκει το Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, έγινε η περίλαμπρη παράσταση του έργου σε πέντε πράξεις του δραματουργού και μεταφραστή Λεβ Νεβαχόβιτς Σουλιώτισσες ή Σπαρτιάτες του 18ου αιώνα, όπου το πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η Αλεξάνδρα Πέρλοβα, μητέρα των δύο μεγάλων μετέπειτα ηθοποιών, Βασίλι και Πιότρ Καρατίγκιν.
Οι αναφορές στο έργο και τον συγγραφέα του υπάρχουν στην ελληνική θεατρική βιβλιογραφία, που σχετίζεται με την ιστορία της ελληνικής παροικίας της Ρωσίας με επίκεντρο την Οδησσό, για την παράσταση έγραφε στην επιστολή προς τον αδελφό του ο επιφανής Έλληνας της Ρωσίας Σπυρίδων Δεστούνης (1782-1848), που υπηρετούσε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας, σημειώνοντας: «Το πλέον παράξενον είναι ότι το δράμα δεν είναι σύνθεμα ούτε Ρώσου, ούτε Ρωμαίου, αλλά ‘Εβραίου πεπαιδευμένου. ”Η υπόθεσις είναι όταν ο Άλή πασάς έχοντας εις τά χέρια τον τον υΐον και πατέρα Τζαβελλάδες ζητεί από τον πατέρα να προδόση το Σούλι και τον ελευθερώνει, βαστώντας τον υιòv τον Φώτον. Το πρώτον πρόσωπον είναι ή περίφημη Μόσχω, γυνή τον Τζαβέλλα».
Για την ίδια την παράσταση διασώθηκε η περιγραφή της στις Σημειώσεις του μεγάλου Ρώσου ηθοποιού Πιοτρ Καρατίγκιν, γιο της πρωταγωνίστριας των Σουλιωτών, οι σκέψεις του οποίου για την τέχνη του θεάτρου είναι το ίδιο πολύτιμες με τη λογοτεχνική αξία των Σημειώσεων.
«Το 1809 (20 Οκτωβρίου) στο Μεγάλο Θέατρο παρουσιάστηκε το δράμα Σουλιώτες ή Σπαρτιάτες του 18ου αιώνα του συγγραφέως Λεβ Αλεξάντροβιτς Νεβαχόβιτς. Σ’ αυτό το δράμα η μητέρα μου έπαιζε το ρόλο της Αμασέκα (Μόσχως), γυναίκας του ηγέτη του Σουλίου, που, όταν ο άνδρας της ήταν αιχμάλωτος των Αλβανών, ηγήθηκε των Σουλιωτών και ηρωικά έσωσε την πατρίδα της. Ταυτόχρονα με την παρουσίαση αυτού του δράματος στην Αγία Πετρούπολη έφτασε ο τότε ηγέτης του Σουλίου, να ζητήσει από τον Αυτοκράτορα Αλενξάντρ Πάβλοβιτς (Αλέξανδρο Α΄) να βοηθήσει να υπερασπιστεί τον τόπο του από νέες επιθέσεις των Αλβανών. Τον κάλεσαν στη δεύτερη παράσταση του έργου στο αυτοκρατορικό θεωρείο, η ακολουθία του κυβερνήτη του Σουλίου βολεύτηκε στο δεύτερο εξώστη. Το κοινό, μόλις το έμαθε, άρχισε να πολιορκεί το θέατρο… Πολύς κόσμος, αφού δεν κατάφερε να εξασφαλίσει εισιτήριο, ήταν έτοιμος να πληρώσει δεκαπλά, αρκεί να βολευτεί κάπου. Κάποια πρόσωπα από τους ανώτερους κύκλους ζητούσαν από τον τότε Διευθυντή του θεάτρου Ναρίσκιν την άδεια να παρακολουθήσουν το έργο πίσω από την κουίντα, πληρώνοντας στο ταμείο του θεάτρου 50 ρούβλια, όμως ο Διευθυντής τους απαντούσε ότι δεν μπορεί ν’ αφήσει ξένους στα παρασκήνια χωρίς ειδική διαταγή. Η παράσταση είχε τεράστια επιτυχία, σ’ αυτό συνέβαλαν και το σύγχρονο ενδιαφέρον, και οι καταπληκτικές ερμηνείες των ηθοποιών, εκτός αυτού, η πιστότητα των κοστουμιών, των σκηνικών, και γενικά, όλη η σκηνοθεσία του έργου ήταν πέρα από επιμελείς και πολυτελείς.
Την επόμενη μέρα ο Αυτοκράτωρ έδωσε την εντολή να αναγγείλουν την ευμένειά του στους ηθοποιούς, που πήραν μέρος στην παράσταση, και να πληρώσουν στον καθένα μισθούς ενός έτους. Ο ίδιος ο κυβερνήτης του Σουλίου ήταν τόσο ενθουσιασμένος με την ερμηνεία της μητέρας μου, ώστε ζήτησε την άδεια του Αυτοκράτορα να της κάνει ένα δώρο. Το δώρο αυτό ήταν ένα σκήπτρο από έβενο στολισμένο με διαμάντια. Στο έργο η Αμάσεκα εμφανίζεται στη λαϊκή συνέλευση κρατώντας το σκήπτρο, σύμβολο ανώτατης εξουσίας. Ο Αυτοκράτωρ συμφώνησε και οι εκπρόσωποι των επιφανών Σουλιωτών της πρόσφεραν αυτό το σκήπτρο με επιγραφή: «Από τον κυβερνήτη του Σουλίου – στην Αμάσεκα, ηγέτιδα των Σουλιωτών, εις ένδειξη ευγνωμοσύνης».
Ο Συγγραφέας των Σουλιωτών Λεβ Νεβαχόβιτς, όπως σημείωνε στην επιστολή του ο Σπυρίδων Δεστούνης, δεν ήταν ούτε Ρώσος, ούτε Έλληνας. Δηλαδή, ήταν Ρώσος εβραϊκής καταγωγής, που εισήγαγε ένα νέο είδος λογοτεχνίας – «ρωσοεβραϊκή». Για το έργο Σουλιώτες ή Σπαρτιάτες του 18ου αιώνα ο Αλέξανδρος Α΄ τον ετίμησε με το χρυσό δακτυλίδι.
Οι απόγονοί του διακρίθηκαν σε διάφορα επαγγέλματα: ανάμεσα τους διευθυντές θεάτρων και λυρικές τραγουδίστριες, δραματουργοί και αξιωματικοί Ναυτικού. Υπάρχει και ένα Βραβείο Νόμπελ στην οικογένεια: λίγοι πλέον γνωρίζουν, ότι ο εγγονός του συγγραφέα των Σουλιωτών, εξέχων επιστήμονας, ζωολόγος Ιλιά Μέτσνικοφ, γνωστός για τις έρευνές του στην ανοσολογία, τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1908, σχεδόν έναν αιώνα μετά από την περίλαμπρη παράσταση του παππού του μπροστά στην αντιπροσωπεία των επιφανών και ηρωικών Σουλιωτών.