Το μονόπρακτο Το τάβλι στο Θέατρο Μικρό Άνεσις
Το τάβλι, ένα μονόπρακτο του Δημήτρη Κεχαϊδη (1933-2005), ενός διαχρονικού Έλληνα θεατρικού συγγραφέα, παίζεται και φέτος από ένα πολύ δυνατό δίδυμο, τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση, και θα συμπλήρωνα – «αυθεντικό» ελληνικό δίδυμο, αν δεν φοβόμουν να παρεξηγηθώ. Και το λέω, επειδή από τη σύγχρονη δραματουργία και τη σεναριογραφία λείπουν τραγικά αμιγώς ελληνικά θέματα, τα οποία παραμένουν πολλά, πονεμένα και άλυτα, όπως και από το υποκριτικό στερέωμα λείπουν οι αμιγώς ελληνικοί χαρακτήρες.
Το τάβλι σε σκηνοθεσία του Λευτέρη Γιοβανίδη μόνο κωμωδία δεν είναι, είναι μια πικρή πολιτικοκοινωνική σάτιρα, όπως και οι Δάφνες και Πικροδάφνες του, που ακολούθησαν, και το έτος της δημιουργίας της – το 1972 – λέει πολλά, ιδιαίτερα αν συλλογιστούμε τις απανωτές νεοελληνικές τραγωδίες: ας μην πάμε πολύ μακριά και ας τις μετρήσουμε από το τελευταίο Εμφύλιο έως και σήμερα, γιατί λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε. Οι φρούδες ελπίδες των «κάτω» και οι ψεύτικες υποσχέσεις των «άνω» με γνωστό τέλος.
Το έργο του Κεχαϊδη δε σατιρίζει (μόνο) το αιώνιο όνειρο του Έλληνα «να πιάσει την καλή», κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ ρηχό και θα κατέβαζε κατά πολύ τα γράδα του έργου. Οι ήρωές του δεν είναι κοινοί απατεωνίσκοι, και το πιο ωραίο είναι, ότι η κομπίνα, που σκέφτηκε ένας από τους δυο, μπορεί και να βγει για τον απλούστατο λόγο, ότι το ίδιο το σύστημα μέσα στο οποίο ζουν οι ήρωες του έργου και συνεχίζουμε να ζούμε ευνοεί τους κομπιναδόρους και τους αρπακολλατζήδες.
Στο Τάβλι τίποτα δεν είναι αθώο και κανένας δεν είναι αφελής, ιδιαίτερα αν τοποθετήσουμε όλο το θέμα στο πλαίσιο της εποχής – καταμεσής της δικτατορίας, με τους ήρωες να έχουν επιζήσει και της Κατοχής, και του Εμφυλίου, και με τον καθένα τους να έχει παίξει πολύ αμφισβητούμενο ρόλο εκείνη την περίοδο. Το έργο είναι εξίσου διαχρονικό και επίκαιρο με τις παλιές ασπρόμαυρες καλές ελληνικές ταινίες, που παίζονται αυθεντικά στην τηλεόραση έως και σήμερα και τον τελευταίο καιρό ανεβαίνουν στα θέατρα, μια και στην ουσία μετά από τόσες δεκαετίες η κατάσταση παραμένει αναλλοίωτη.
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης (Κόλιας) είναι λαχειοπώλης, ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης (Φώντας) – κουνιάδος του, που τον τρέφει η οικογένεια της αδερφής του. Ο πρώτος είναι ήσυχος ανθρωπάκος, που γράφει βιβλίο, τα πολεμικά του απομνημονεύματα, ο δεύτερος συνεχώς γεννάει ιδέες που θα τους οδηγήσουν στον πλούτο, στην «οικονόμα». Η τελευταία ιδέα του πολυμήχανου κουνιάδου είναι να ναυλώσουν ένα καράβι, να πάνε στην Αφρική και να φέρουν από κει τους «μαύρους», που θα καλλιεργούν χωράφια για ένα πιάτο φαί. Μόνο που για να υλοποιηθεί το σχέδιο χρειάζονται κεφάλαια, που θα τα αποκτήσουν, στήνοντας κομπίνα εις βάρος ενός πλουσίου: να τον παγιδεύσουν ερωτικά με τη γυναίκα του λαχεοπώλη, κόλπο παλιό και αλάθητο… Το γεγονός, ότι το πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλη την ιστορία θα παίξει η γυναίκα του, ο Κόλιας μαθαίνει στην πορεία, κάτι που τον κάνει έξαλλο στην αρχή, στο τέλος όμως συμβιβάζεται: στις κοινωνίες με αμφιλεγόμενες αξίες και αρχές, ως γνωστόν, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Οι διάλογοι είναι πολύ γρήγοροι, με εναλλασσόμενη ένταση και απότομες στροφές: μέσα σε μια ώρα οι ισορροπίες αλλάζουν συνεχώς, πίσω από ένα φαινομενικά απλό και κωμικό δίλημμα διαγράφεται μια ολόκληρη εποχή. Ο θεατής πρέπει ν’ ακούει πολύ προσεκτικά το κείμενο και να μην αποπροσανατολίζεται από το εξαιρετικό κωμικό ταλέντο τόσο του Μιχαηλίδη, όσο και του Σκιαδαρέση.
Στο τέλος της παράστασης θέλεις να αναφωνήσεις μαζί τον Δήμαρχο από τον Επιθεωρητή του Γκόγκολ: «Με ποιον γελάτε; Με τον εαυτό σας γελάτε!»