Γράφει ο Ξένος
Το καινούριο μου διαμέρισμα είναι μικρό, αλλά στο κέντρο της πόλης. Ξεκινώ μ’ ένα καλό σκούπισμα, γιατί η καθαριότητα είναι όρος επιβίωσης. Σε μια γωνία του υπνοδωματίου κείτεται μια σκουρόχρωμη πατσαβούρα. Την τραβάω, για να μην πιαστεί στη φυσούνα της ηλεκτρικής σκούπας, και διαπιστώνω με έκπληξη ότι πρόκειται για μια κουκούλα. Είναι φτιαγμένη πρόχειρα, από ένα κομμάτι τζιν ύφασμα, μάλλον από το κομμένο μπατζάκι ενός παντελονιού, με τρεις σχισμές, για τα μάτια και τη μύτη.
Ποιος να τη φορούσε άραγε; Και γιατί; Από ποιον ήθελε να κρυφτεί και τι να κρύψει; Την βάζω πάνω στο τραπέζι και αφήνω τον εαυτό μου να μονολογεί, σαν τον Άμλετ μπροστά στο κρανίου του φτωχού Γιόρικ.
Καημένη κουκούλα! Φτιαγμένη αρχικά για να προστατεύεις τον άνθρωπο από την κακοκαιρία, κατάντησες να κρύβεις τα πιο τρομερά του μυστικά!
Απ’ όλα τα πουλιά, ο Άγιος Φραγκίσκος αγαπούσε περισσότερο τον κορυδαλλό, γιατί έχει κουκούλα σαν του μοναχού και είναι σεμνός. Αλλά μόνο στη σεμνότητα δεν παει ο νους, στη θέα της Καθολικής κουκούλας! Εγκλήματα, ίντριγκες, αίμα και συγχώρεση έδινες εσύ, καφετιά και τραχιά κουκούλα.
Μετά εξελίχθηκες, αλλά πάντα ήσουν προορισμένη να κρύβεις. Πέρασες στις μεταξωτές κάπες των ωραίων κυριών, για να προστατεύεις τα αγγελικά τους πρόσωπα από τα αδιάκριτα βλέμματα των καβαλιέρων. Γιατί όμως ένα φλογερό, γεμάτο θαυμασμό βλέμμα είναι ανεπιθύμητο; Πότε ένα ζευγάρι λάγνα μάτια δεν επιθύμησαν να συναντήσουν άλλα μάτια, για να τους δώσουν μια υπόσχεση και μ’ ένα άνοιξε-κλείσε των βλεφαρίδων να ορίσουν το μυστικό ραντεβού; Και πάλι, δεν ήσουν παρά εσύ που έκρυβες πόθο, απιστία, προδοσία! Άλλαζες κι εσύ μαζί με τον κόσμο. Κι όσο πιο αδίστακτος, αδιάλλακτος κι υποκριτής γινόταν, τόσο περισσότερο σε είχε ανάγκη.
Δεν του έφτανε πλέον να κρύβει τα δικά του χαΐρια, ήθελε να κρυφτεί κι από την ίδια του τη συνείδηση, καλύπτοντας με σένα τα πρόσωπα εκείνων που βίαζε, βασάνιζε, δολοφονούσε. Και πάλι εσύ, κουκούλα μου, τον βοήθησες μπαίνοντας μπροστά, ταυτόχρονα στο πρόσωπο του δήμιου και του θύματός του, εξομοιώνοντας τους, καταργώντας το δικαίωμα της τιμωρίας και της συγχώρεσης. Μόνο η μακρινή, πλαστική ξαδέλφη σου είναι χρήσιμη, αφού μας προστατεύει από αρρώστιες και ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. Αλλά αυτή δεν καλύπτει το πρόσωπο!
Όχι, εσύ δεν έχεις καμιά δικαιολογία και κανένα λόγο ύπαρξης. Τα αντικείμενα με αμφίρροπη κι αμφίβολη χρήση πρέπει να καταστρέφονται! Παίρνω το ψαλίδι και ξηλώνω το πρόχειρο ράψιμο, μήπως και μου χρειαστεί για σφουγγαρόπανο. Η κουκούλα επιστρέφει στη φυσική της κατάσταση, σαν ένα υπόλειμμα από το μπατζάκι ενός παλιού, ξεθωριασμένου τζιν.
Το μάτι μου πέφτει στη γωνία του πατώματος, στη μικρή τρυπούλα, μ’ ένα σκουρόχρωμο λεπτό φωτοστέφανο γύρω της από την υγρασία. Αυτό το μυστικό έκρυβε η δική μου κουκούλα; Αυτό κάλυπτε; Συνειδητοποιώ πως την κατέστρεψα από φόβο, από το φόβο της αποκάλυψης. Καταστρέφοντας την κουκούλα, συγκάλυπτα μια καταστροφή, όπως ακριβώς τη συγκάλυπτε κι εκείνη. Ήμαστε συνένοχοι – εγώ και η κουκούλα!