Φοβού τους ποιητές
της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια
Το 1909, 110 χρόνια πριν, ο Λέων Τολστόι έγραφε την «Προσευχή στην εγγονή Σόνια». Η 9χρονη Σόνια (Σοφία) ήταν κόρη του γιου του συγγραφέα, Ανδρέα, κι έτσι το όνομά της επαναλάμβανε ακριβώς το όνομα της συζύγου του Ρώσου κλασικού, της Σοφίας Ανδρέγιεβνα Τολστάγια:
«Ο Θεός μια εντολή έδωσε στους ανθρώπους: να αγαπάνε αλλήλους. Αυτή τη δουλειά πρέπει να τη μάθουν. Και για να τη μάθουν πρέπει πρώτα από όλα να μην επιτρέπουν στον εαυτό τους να σκέφτονται άσχημα για κανένα, δεύτερον – να μη μιλάνε άσχημα για κανένα, και τρίτον- να μην κάνουν σε άλλους ό, τι δε θέλουν να κάνουν στους ίδιους. Όποιος το μάθει θα γνωρίσει τη μεγαλύτερη χαρά στον κόσμο – τη χαρά της αγάπης».
Παρόλο που οι γονείς της Σόνιας Τολστάγια χώρισαν όταν ήταν ακόμα μικρή, κάνοντας ο ένας στον άλλον ό, τι ακριβώς ξόρκιζε ο Λέων Τολστόι, η Σόνια είχει μάθει το μάθημά της.
Μερικούς μήνες πριν κρεμαστεί στο ξενοδοχείο «Angleterre» της Αγίας Πετρούπολης ο μεγάλος Ρώσος ποιητής Σεργκέι Γιεσένιν, η Σόφια Τολστάγια τον παντρεύτηκε, γνωρίζοντας, ότι ανεβαίνει τον Γολγοθά.
Η Σόνια (Σοφία) Τολστάγια (1900-1957) τα 32 από τα 57 της χρόνια έζησε χωρίς τον ποιητή και μόλις 6 μήνες – μαζί του. Η αγάπη για τον Γιεσένιν την τσουρούφλισε, την έκαψε, αλλά εκείνη ακολούθησε τη συνταγή της χαράς του παππού της: δεν μίλησε ποτέ άσχημα για τον ποιητή, δεν άφησε κανένα να βεβηλώσει την μνήμη του και στα χρόνια, που η φωνή του ήταν φιμωμένη ή και απαγορευμένη, διαφύλαξε το έργο του.
Το 1925 ο Γιεσένιν γράφει:
«Ποιός είμαι; Τί είμαι; Μόνο ονειροπόλης,
Που έχασε το γαλάζιο των ματιών του στο σκοτάδι.
Αγαπούσα κι εσένα μεταξύ άλλων,
Όπως αγαπούσα και άλλους στη Γη».
Όταν ο Γιεσένιν παντρεύτηκε την εγγονή του Τολστόι, τυπικά ήταν ακόμα παντρεμένος – με την Ισιδώρα Ντάνκαν, την Αμερικανίδα ιέρεια του χορού, μεγαλύτερή του 18 χρόνια. Τον καινούργιο του έρωτα και τον επικείμενο γάμο του ο ποιητής ανακοίνωσε στην Ντάνκαν με τηλεγράφημα: «Ερωτευμένος. Παντρεύομαι». Η Ισιδώρα Ντάνκαν, η ζωή της οποίας ήταν μια συνεχής αφαίρεση, μια αδιάκοπη χασούρα, δέχθηκε αυτή την είδηση αξιοπρεπώς. Εξάλλου δεν χώρισαν για πολύ: δυο χρόνια μετά την αυτοκτονία του Γιεσένιν, το 1927, η θηλειά έσφιξε και το δικό της λαιμό – την έπνιξε η κόκκινη εσάρπα, που φορούσε και που μπλέχθηκε στη ρόδα του αυτοκινήτου της.
Η Ισιδώρα Ντάνκαν (1887-1927), όπως και η Σόνια Τολστάγια, αγάπησε με όλη της την καρδιά τον Γιεσένιν, Άγγελο επί της Γης, όπως τον έλεγε. Κι εκείνος;
«Μην κοιτάς τους καρπούς της
Και το χυμένο από τους ώμους της μετάξι.
Σ΄αυτή τη γυναίκα έψαχνα την ευτυχία,
Και βρήκα το θάνατο», έγραφε για την Ντάνκαν.
Οι ποιητές είναι εγωϊστές. Ο Λέων Τολστόι, γράφοντας την προσευχή στην εγγονή, έπρεπε να διευκρινίσει: να αγαπάτε αλλήλους …πλήν των ποιητών.
Γιατί θυμηθήκαμε τον Γιεσένιν, την Σοφία Τολστάγια και την Ισιδώρα Ντάνκαν; Ο συνειρμός είναι αρκετά μακροσκελής: φέτος συμπληρώνονται 145 χρόνια από τη γέννηση της Εύας Πάλμερ-Σικελιανού, η οποία πέθανε το 1952 στους Δελφούς από καρδιακή προσβολή που υπέστη μέσα στο θέατρο, σε μια από τις παραστάσεις στις Τρίτες Δελφικές Γιορτές. Προσπάθησε να έρθει να βρεί τον Άγγελο νωρίτερα, δεν τον πρόλαβε ζωντανό (πέθανε το 1951) και τον ακολούθησε στον τάφο.
Με την Ισιδώρα (και την Σοφία) δεν την συνέδεε τίποτε άλλό παρά μόνο η κοινή μοίρα της δυστυχούς Μούσας ενός μεγάλου ποιητή, αλλά και κάτι παραπάν : μέσω των Σικελιανών όλοι ήταν κατά τρόπον τινά συγγενείς. Ο Γιεσένιν ήταν παντρεμένος με την Ισιδώρα Ντάνκαν, αδερφή του Ραϊμόντ Ντάνκαν, συζύγου της Πενελόπης Σικελιανού, αδερφής του Άγγελου Σικελιανού, που παντρεύθηκε την Εύα Πάλμερ…. Ούφ! Αληθηνή αρχαία τραγωδία. Ένας κύκλος αίματος, απιστίας και πάθους.
Το 1906 ο Ραϊμόν Ντάνκαν και η Πενελόπη Σικελιανού έφεραν την Πάλμερ στην Αθήνα. Η Αμερικάνα ερωτεύθηκε τη βουκολική χώρα, το Παγκράτι – ένα χωριουδάκι κοντά στο κέντρο της πόλης, όπου και οι τρεις κυκλοφορούσαν ανέμελοι, ημίγυμνοι, με αρχαιοελληνικούς χιτώνες, ερωτεύθηκε το αγγελικό πρόσωπο του Άγγελου Σικελιανού και δήλωνε γοητευμένη από την ποίησή του. Ο Δάφνης – ο Σικελιανός ήταν 23, η Χλόη – η Εύα – 33 όταν παντρεύτηκαν το 1907. Δόθηκε ολόψυχα και «ολοπεριουσιακά» στον Άγγελο, υιοθετώντας τις Δελφικές του ανησυχίες, τις αλλεπάλληλες του απιστίες, επιτρέποντάς του να χτίσει το ταλέντο και το κάλλος του πάνω στο δικό της μόχθο και τα χρήματά της. Αλλά κάποια στιγμή το σώμα παλαιώνει και τα χρήματα στερεύουν. Το 1938 η Εύα κοντεύει τα 65, ενώ ο πενηνταπεντάχρονος Άγγελος είναι ακόμα νέος και ωραίος.
Ο θρύλος θέλει την Εύα να δίνει την ευχή της στο γάμο του Σικελιανού με την Άννα Καραμάνη και να αποχωρεί, όπως περίπου αποχώρησε και η Ισιδώρα Ντανκαν. Σ΄αυτή τη ροζ οικογενειακή «φωτογραφία» υπάρχει ένα τέταρτο πρόσωπο, μάλλον η σκιά του – του συζύγου της Άννας, που κι εκείνος αναρρίγησε από ευτυχία, όταν έμαθε, ότι η γυναίκα του τον αφήνει γιά έναν μεγάλο ποιητή. Η Άννα Καραμάνη έζησε 102 χρόνια, από αυτά – 55 χωρίς τον Άγγελό της. Έμαθε όπως και η Εύα Πάλμερ να υφαίνει στο αργαλιό, μόνο που αυτή η αρχαία τέχνη – μια ιδέα και κατά κάποιο τρόπο απόδειξη του έρωτά της Πάλμερ για τον Σικελιανό, έγινε επάγγελμα και τρόπος επιβίωσης για την Άννα Καραμάνη.
Η ερωτευμένη Ισιδώρα Ντάνκαν έγραφε με το κραγιόν στους καθρέφτες των ξενοδοχείων «Γιεσένιν-Αγγελος». Με Άγγελο, κατά τη δική της ομολογία, έμοιαζε ο Γιεσένιν και για την Σοφία Τολστάγια.
Το δικό της Άγγελο είχαν η Εύα και η Άννα, Άγγελο όνομα και πράγμα.
«Αγαπάτε αλλήλους», είπε ο Τολστόι ένα βήμα πριν τον τάφο. Κυκλοφορεί ευρέως η πεποίθηση ότι ο Λέων Τολστόι δεν αγαπούσε την ποίηση. Πιθανόν – και τους ποιητές. Έπρεπε, μα έπρεπε να προειδοποιήσει την εγγονή του – και άλλες «εγγονές» ανά τον κόσμο – για το θανάσιμο κίνδυνο, που κρύβουν οι ιερείς της Ευτέρπης!
Ειδικά, όταν είναι νέοι και ωραίοι σαν Άγγελοι….