γράφει η Ευγενία Κριτσέφσκαγια
Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από το θάνατο ενός από τους πιο δημιφιλείς ρώσους σατυρικούς συγγραφείς, δραματουργούς και σεναριογράφους του Μεσοπολέμου, Μιχαήλ Ζόσενκο (1894-1958). Την ανοδική πορεία των επιτυχιών του στην αρχή διέκοψε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, κι αμέσως μετά… ο φαρμακερός και ενίοτε φονικός φθόνος της συντεχνίας, των συναδέλφων, των μαιτρ της πέννας: το 1946 με την ίδια Απόφαση από το λογοτεχνικό και πολιτιστικό περιβάλλον της χώρας μαζί με την odiosa Άννα Αχμάτοβα αποκλείστηκε και ο Μιχαήλ Ζόσενκο… Ο αποκλεισμός λήγει μετά το θάνατο του Στάλιν, αλλά για λίγα χρόνια: ο συναδελφικός φθόνος είναι ανθεκτικότερος και από το πιο σκληρό καθεστώς.
Το 1954 τελειώνουν όλα: ο Ζόσενκο γιουχάρεται επίσημα για δεύτερη και τελευταία φορά και γράφει τον επίλογο της ζωής του:
«Μπορώ να πω, ότι η λογοτεχνική μου πορεία και η ζωή μου σ’ αυτές τις συνθήκες είναι τελειωμένες. Δεν υπάρχει διέξοδος. Ο σατυρικός συγγραφέας πρέπει να είναι ηθικά καθαρός άνθρωπος, κι εγώ ταπεινώθηκα σαν τελευταίος αλήτης… Δεν πρόκειται να ζητήσω τίποτα. Δεν θέλω ούτε την συγκατάβασή σας, ούτε τις κραυγές σας, ούτε τις βρισιές σας. Είμαι παραπάνω από κουρασμένος. Θα δεχτώ οποιαδήποτε μοίρα, διαφορετική από αυτήν».
Την δέχθηκε 4 χρόνια αργότερα. Οι φίλοι του συγγραφέα, που παραβρέθηκαν στην κηδεία του, είπαν ότι ο πάντα σκυθρωπός Ζόσενκο χαμογελούσε στο φέρετρο…
Μιχαήλ Ζόσενκο
Η Ελβίρα
Σταθμός Μινούτκα. Έχω ένα ήσυχο δωματιάκι με θέα τον κήπο. Αλλά η ευτυχία και η ηρεμία μου δεν κρατάνε για πολύ. Το διπλανό δωμάτιο έπιασε η άρτι αφιχθείσα από την Πένζα ηθοποιός του τσίρκου, Ελβίρα. Η ταυτότητά της πάντως έλεγε, ότι λεγόταν Νάστια Γκορόχοβα. Είναι μια θεόρατη τύπισσα, σχεδόν αγράμματη.
Στην Πένζα είχε σύντομο ειδύλλιο με κάποιον στρατηγό και αυτός ο στρατηγός βρισκόταν τώρα στο θέρετρό μας με την σύζυγό του. Η Ελβίρα τον ακολούθησε ως εδώ χωρίς να ξέρει και η ίδια τι να τον κάνει.
Όλες οι σκέψεις της από το πρωί μέχρι το βράδυ ήταν στραμμένες στον δύσμοιρο στρατηγό. Μου έδειχνε τις παλάμες της, που κρατούσαν κάτω από το θόλο του τσιρκου έως και τρεις άνδρες, και έλεγε:
– Κοίτα δώ. Θα μπορούσα να τον πνίξω για πλάκα. Και θα έμπαινα μέσα το πολύ-πολύ για οκτώ χρονάκια… Τι λες;
– Μα τι τον θέλεις τέλος πάντων; την ρωτούσα.
– Τι τον θέλω; μου απαντούσε. Ήρθα εδώ μόνο και μόνο για κείνον. Μένω εδώ σχεδόν ένα μήνα και σαν ηλίθια πληρώνω τα πάντα από την τσέπη μου. Θέλω τουλάχιστον να μου καλύψει τα μεταφορικά. Γι΄αυτό θα του γράψω γράμμα.
Αλλά είναι αγράμματη και το γράμμα γράφω εγώ. Γράφω με πάθος. Το χέρι μου οδηγεί η ελπίδα, ότι η Ελβίρα, μόλις πάρει τα χρήματα, θα φύγει πίσω στην Πένζα.
Δεν θυμάμαι τι του έγραψα. Θυμάμαι μόνο ότι όταν το διάβασα στην Ελβίρα, εκείνη είπε: «Είναι η κραυγή μιάς γυναικείας ψυχής… Και θα τον καρυδώσω, αν μετά από αυτό το γράμμα δε μου στείλει φράγκο».
Το γράμμα μου ανακάτεψε τα σωθηκά του στρατηγού. Και έστειλε στην Ελβίρα με κούριερ πεντακόσια ρούβλια. Το ποσό ήταν τεράστιο για εκείνη την εποχή.
Η Ελβίρα έμεινε έκπληκτη.
– Με τόσο χρήμα χαζή είμαι να φύγω;.
Έτσι έμεινε με την πεποίθηση ότι εγώ ήμουν η πηγή του πλούτου της.
Τώρα καθόταν για ώρες στο δωμάτιό μου.
Ευτυχώς, σε λίγο άρχισε ο Παγκόσμιος πόλεμος. Κι έφυγα.
(Από το βιβλίο Πριν ο ήλιος ανατείλει, 1944. Αυτό το κομμάτι αναφέρεται στο 1914)