100 χρόνια μετά, η Οκτωβριανή Επανάσταση διχάζει τον κόσμο, και πρωτίστως τον ρωσικό κόσμο. Οι απόψεις διίστανται, ακόμα και σχετικά με τον όρο: Τι ήταν τελικά; Επανάσταση; Ανατροπή; Πραξικόπημα; Γιατί συντελέστηκε σε μια αγροτική και όχι βιομηχανική χώρα, με συνειδητοποιημένο προλεταριάτο και μακρά δημοκρατική παράδοση;
Σ’ αυτό το ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ρώσους συγγραφείς, και πρωτοπόρος ιστορικός, ο Βλαντιμίρ Σαρόφ, στο βιβλίο του Η σαγήνη της Επανάστασης, που απεικονίζει δυο μοιραίες για τη Ρωσία σχέσεις – της ανώτερης εξουσίας με το λαό και της ανώτερης εξουσίας με τον συγγραφέα και ευρύτερα με τον δημιουργό. Και συγκεκριμένα, με έναν από τους μεγαλύτερους και τραγικότερους συγγραφείς, τον Αντρέι Πλατόνοφ.
ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ
ΤΟΥ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΣΑΡΟΦ
… Δεν ξέρω πόσοι θα συμφωνήσουν μαζί μου, αλλά η ανατροπή του Οκτώβρη δεν μου φαίνεται ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός. Το να καταλάβεις την εξουσία στην πρωτεύουσα, γεμάτη ένοπλους στρατιώτες, που με καμιά κυβέρνηση δεν ήθελαν να βρεθούν στο μέτωπο, και μετά να καταλάβεις όλη την εξουσία, σε μια την συνηθισμένη στην υπακοή χώρα, δεν ήταν τόσο δύσκολο. Άλλο πράγμα ήταν να νικήσεις σε ένα μακρύ, εξαντλητικό εμφύλιο πόλεμο. Το ερώτημα είναι, ποιος και γιατί βοήθησε τους μπολσεβίκους να νικήσουν; Ποιοι στελέχωσαν τον Κόκκινο στρατό, όταν εκείνος ήλεγχε μόλις μερικούς κεντρικούς νομούς, και όλοι περίμεναν ότι από μέρα σε μέρα το μέτωπο θα σπάσει και οι Λευκοί θα καταλάβουν τη Μόσχα;
Για όσους ετοίμαζαν, και επιτυχώς ολοκλήρωσαν την Επανάσταση του 1917, ήταν προφανές, ότι δεν συντελέστηκε όπου και όταν έπρεπε, σύμφωνα με τον Μαρξ. Αργότερα, χρειάστηκαν πολλές χιλιάδες μάστερ και διδακτορικά, για να κολλήσουν κακήν κακώς τα σκόρπια κομμάτια, να εξηγήσουν, γιατί, για παράδειγμα, η Επανάσταση δεν νίκησε ούτε στη Γερμανία, ούτε στην Αγγλία, και πώς η απομονωμένη Ρωσική Ομοσπονδία κατάφερε να επιζήσει επί τόσα χρόνια στο μισητό καπιταλιστικό περιβάλλον; Για να βγάλουμε κάποια άκρη, πρέπει να ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι την περίοδο που προηγήθηκε του 1917, η ρωσική μοναρχία είχε χάσει κάθε νομιμοποίηση – τόσο στα μάτια του λαού όσο και από την άποψη των αξιών που η ίδια είχε καθιερώσει. Οι συνεχόμενες στρατιωτικές ήττες, αρχής γενομένης από τη Ιαπωνία, η απώλεια ενός τεράστιου κομματιού της Αγίας Γης (σχεδόν όλης της Πολωνίας) μαρτυρούσαν, δίχως άλλο, ότι η εξουσία έπαψε να είναι ευλογημένη, άρα δεν είναι αληθινή και νόμιμη. Πριν γκρεμιστεί, η εξουσία έκανε το παν, για να πολλαπλασιαστεί ο αριθμός εκείνων που θεωρούσαν την επί της γης ζωή τους τόπο πίκρας και βασάνων.
Οι άρχοντες της Ευρώπης, δεμένοι μεταξύ τους και με δεσμούς συγγένειας και με τους φιλικούς δεσμούς, που συχνά και τρυφερά αλληλογραφούσαν, δίχως κανένα φανερό λόγο ξεκίνησαν έναν πόλεμο, όπου έχασαν τις ζωές τους δεκάδες εκατομμύρια νεαροί, άνδρες γεμάτοι δυνάμεις, έναν πόλεμο όπου δεν υπήρχε ούτε νόημα, ούτε κέρδος, και που σε καμιά από τις πλευρές –ούτε στους νικητές, ούτε στους νικημένους– δεν έφερε τίποτα άλλο εκτός τον όλεθρο. Αλλά, παρά το χάος που επικρατούσε στη χώρα, παρά την πλήρη αταξία, η Αυτοκρατορία κράτησε επί μακρόν, πρόλαβε να αποκτήσει πολλούς πιστούς υπερασπιστές, ακόμα περισσότερους συμπαθούντες, κάτι που έκανε να πιστεύεται πως, όταν «συνέλθουν» από τον μακρύ πόλεμο όσοι είχαν στενούς δεσμούς μαζί της, η αντίπαλη πλευρά δεν θα έχει καμιά πιθανότητα νίκης. Άλλωστε, καμιά αγροτική ή κοζάκικη εξέγερση δεν είχε νικήσει ποτέ στο παρελθόν. Ο εμφύλιος πόλεμος έδειξε, όμως, ότι η Αυτοκρατορία σάπισε πολύ βαθύτερα και πολύ περισσότερο από ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς. Τα πράγματα έδειξαν ότι δεν υπονομεύθηκε μόνο η ιδεολογία της, αλλά καταστράφηκε ο ίδιος ο μηχανισμός λειτουργίας της.
Δεν θα καταλάβουμε ποτέ τη νίκη των μπολσεβίκων χωρίς τη διαχυμένη από άκρη σε άκρη της χώρας πίστη, ότι η παλιά ζωή πρέπει να τελειώσει μια και καλή – τόσο φρικαλέα ήταν. Ότι ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να καταστρέψει ο ίδιος τον παλιό κόσμο, να καθαρίσει τα μπάζα και ν’ αρχίσει να φτιάχνει τον κόσμο καινούργιο. Την πίστη στη δυνατότητα τής εδώ και τώρα κι εδώ, στη γη, εγκαθίδρυσης της απόλυτης δικαιοσύνης και ισότητας, της οικοδόμησης του παραδείσου, της ριζικής επιμήκυνσης, και, σε βάθος χρόνου, της αιώνιας ζωής, της ανάστασης των νεκρών. Ότι οι άνθρωποι διαπαιδαγωγούνται, ώστε να γίνουν μεγαλοφυΐες, και επομένως, να επιταχυνθεί η πρόοδος… Ότι στους μελλοντικούς πολέμους δεν θα χύνεται ανθρώπινο αίμα: θα τρέπουμε στη φυγή τα εχθρικά στρατεύματα με τα υπέρηχα κύματα ή ακόμα με επιβολή!
Δηλαδή, σε μια χώρα εξ’ ολοκλήρου οικοδομημένη πάνω στην πίστη στο ότι η συνηθισμένη, γήινη ανθρώπινη ζωή όπου να ’ναι θα λήξει, ΄και ότι είναι αναπόφευκτο, καλό, και σωστό, στη χώρα που προσεύχεται μέρα-νύχτα στον Κύριο για να μην παρατείνει αυτή τη ζωή, να δεχτεί οποιαδήποτε βάσανα, οποιαδήποτε μαρτύρια, σε μια τέτοια χώρα η επανάσταση δεν γινόταν να μην συμβεί. Νωρίτερα ή αργότερα, αλλά δεν γινόταν να μην συμβεί. Η αναγκαιότητά της, ο αναπόφευκτος χαρακτήρας της, ήταν γραμμένα στην ίδια τη δομή της ρωσικής κρατικής τάξης.
Ο συνασπισμός που συστάθηκε ήταν αρκετά πολυπρόσωπος. Κανείς και ποτέ δεν προσπάθησε να τον νομιμοποιήσει, να τον «δέσει» με συμφωνίες και καταστατικά. Απλά, όταν έπρεπε και υπήρχε δυνατότητα επιλογής, σε ποιο στρατό να πολεμήσουν –στον Κόκκινο ή στον Λευκό– αυτοί οι άνθρωποι, άλλοι αμέσως και άλλοι κατόπιν σκέψεως, έγιναν κοκκινοστρατιώτες. Στον Κόκκινο στρατό μπήκαν, πρωτίστως, λογής λογής σοσιαλιστές και οι συμπαθούντες, που ονειρεύονταν να χτίσουν κομμουνισμό, κοσμική εκδοχή της βασιλείας του Θεού επί της γης, οι αποσχιστές, οι οποίοι εδώ και κάμποσους αιώνες προσπαθούσαν να επισπεύσουν την Δευτέρα Παρουσία, έτοιμοι να θυσιάσουν γι’ αυτό τη ζωή τους, και όλοι εκείνοι, συμπεριλαμβανομένων των αγροτών, εργατών, στρατιωτικών ευγενούς καταγωγής, που θεωρούσαν ότι ο τσάρος δεν είναι αληθινός, εφόσον η Αγία Ρωσία δέχεται τη μια ήττα μετά την άλλη. Οι πιο μορφωμένοι συνειδητοποιούσαν ότι δεν φταίει μόνο ο τσάρος: εξαντλήθηκε, έγινε ανίκανη για εξάπλωση η ίδια η Ορθοδοξία. Μετά τη νίκη στον εμφύλιο, αυτός ο συνασπισμός διαλύθηκε, με την ίδια ευκολία που συστάθηκε.
Γενικά, ο εσχατολογικός χαρακτήρας του κομμουνισμού, με τον τρόπο που νίκησε στον εμφύλιο πόλεμο, φαίνεται και χωρίς λούπα. Είναι, στις δοξασίες για τον ωραίο, χωρίς Κακό κόσμο, αλλά το κυριότερο, στην πεποίθηση της πρώτης γενεάς των κομμουνιστών ηγετών, ότι η Σοβιετική Δημοκρατία δεν μπορεί να επιζήσει στο εχθρικό καπιταλιστικό περιβάλλον. Από κει και η διαρκής επανάσταση του Τρότσκι. Οι ιδέες της ήταν αυτονόητες, αφού κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει στην ειρηνική συνύπαρξη των δυο βασιλείων – του Καλού και της ευτυχίας, και του Κακού και της αμαρτίας.
Το 1921, όμως, έγινε φανερό, ότι για την ώρα δεν γίνεται τίποτα με τη διαρκή επανάσταση: παρά τις τεράστιες προσπάθειες και το τεράστιο κόστος, οι επαναστάσεις στην Ουγγαρία και το Βερολίνο ηττήθηκαν.
Η πρώτη γενεά των κομμουνιστών ηγετών ήταν γενεά δογματιστών, θεωρητικών. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το πέρασαν γράφοντας άρθρα, συζητώντας και αναπτύσσοντας διάφορες θέσεις του Μαρξ. Αναγνωρίζοντας, ότι κατά τον Μαρξ η επανάσταση δεν συντελέστηκε εκεί και όταν έπρεπε και πήρε άλλο δρόμο, ήταν σαν να ομολογούσαν ταυτόχρονα τον δικό τους ρεβιζιονισμό, κάτι που επέφερε τρομακτικό κατηγορητήριο και σίγουρη καταδίκη στο δικό τους περιβάλλον. Η απελπισία, με την οποία ο ένας μετά τον άλλον αφέθηκαν να αφανιστούν, δείχνει ότι έχασαν την αίσθηση του διακαίου.
Η δυστοπία του μέλλοντος είναι η μοίρα των Αποστόλων στο Τσεβενγκούρ του Αντρέι Πλατόνοφ: στην αρχή σκότωσαν όλους τους κριματισμένους, μετά τις οικογένειές τους, αφού όμως είδαν ότι, παρόλο που ο κόσμος καθάρισε, η Βασιλεία του Θεού δεν ήρθε, αφέθηκαν να σκοτωθούν οι ίδιοι. Στη δεκαετία του ΄30 ο Πλατόνωφ πίστευε ακόμα ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν θα πέσουν αμαχητί, αλλά οι συνοδοιπόροι του Λένιν, όπως νωρίτερα ο τσάρος κι αργότερα το Πολιτικό Γραφείο του Γκορμπατσόφ, απλά παραδόθηκαν, και η εξουσία έπεσε από τα χέρια τους.
Δεν είναι τυχαίο, ότι προς το 1927 νίκησε εκείνος από τους μπολσεβίκους, που ήταν λιγότερο καταρτισμένος θεωρητικά, άρα εξαρτιόταν λιγότερο από τις όποιες θεωρίες.
Πρόκειται φυσικά για τον Στάλιν.
Αλλά αυτή είναι η επόμενη σελίδα.
Δημοσιεύθηκε στις Αναγνώσεις της Αυγής της Κυριακής της 5 Νοεμβρίου 2017, μετάφραση Ευγενία Κριτσέφκαγια