της Νάταλι Λέκκα
Ασταμάτητη βροχή και πάλι βροχή. Ο ουρανός, ντυμένος στα γκρι, ξεβράζει τους καταρράκτες του πάνω μας, σαν να θέλει να μας ξεπλύνει από τη μαυρίλα του κάρβουνου. Νιώθω ότι έχω ποτίσει σα υδρόφιλο μπαμπάκι. Η ομίχλη σήμερα είναι αδιαπέραστη. Βλέπω μόνο γκρι και άσπρο. Φοβάμαι ότι θα πάθω αχρωματοψία και κλείνω τα μάτια μου. Γυρίζω από το σουπερμάρκετ γεμάτη σακούλες. Τα παγωμένα χέρια μου έχουν σκάσει από το κρύο και τα πλαστικά χερούλια με κόβουν και με πονάνε. Περνάω μπροστά από ένα γραφείο ταξιδιών Thomas Cook. Έχει αναρτήσει προσφορές για διάφορους εξωτικούς προορισμούς, όπου κάνει ζέστη, ζέστη, ζέεεεεεεστη…. Η λέξη αυτή μου φαίνεται σχεδόν άγνωστη αλλά με ζεσταίνει και μόνο που τη σκέφτομαι. Ζέστη λέω και βλέπω ένα άσπρο συννεφάκι από καπνό να βγαίνει από το στόμα μου. Ζέστη… το συννεφάκι χάνεται μέσα στην ομίχλη.
Αφήνω κάτω τις σακούλες. Φοράω μπουφάν και ανοράκ μαζί. Το μπουφάν έχει βραχεί στις άκρες και παγώνω. Το ανοράκ με προστατεύει από τη βροχή, όχι όμως και από το κρύο. Πέντε μέρες Ζάκυνθο, 700 λίρες – εφτά μέρες Κρήτη, 800 λίρες – έξι μέρες Ρόδο, 600 λίρες. «Αυτό είναι το τίμημα των αναπτυγμένων, βιομηχανικών χωρών λοιπόν» σκέφτομαι. 700 λίρες για 5 μέρες ζέστη το χρόνο. Κοστίζει ακριβά ο ήλιος φαίνεται….
Ξαναπιάνω τις σακούλες και παίρνω το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Ο αέρας φυσάει και η κουκούλα μου έχει φύγει από τη θέση της, βρέχομαι αλλά δε θέλω να αφήσω τις σακούλες στο βρεγμένο έδαφος. Νιώθω τα παπούτσια μου να λιώνουν από την πολλή βροχή. Πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον μία τρύπα στη σόλα τους. Το νερό μπαίνει μέσα, οι κάλτσες μου μουλιάζουν, τα πόδια μου σαπίζουν.
Φτάνω μπροστά από την εξώπορτα του σπιτιού μου. Βγάζω τα κλειδιά από την τσέπη μου και προσπαθώ να ανοίξω την πόρτα. Το κρύο είναι αφόρητο και τα χέρια μου έχουν μουδιάσει από το κουβάλημα. Τα κλειδιά γλιστρούν από τη νεκρή μου παλάμη. Σκύβω να τα μαζέψω και προσπαθώ να ξανά-ανοίξω την πόρτα. Μπαίνω μέσα και σπρώχνω τις σακούλες μία μία. Τρέχω γρήγορα στην κουζίνα να ανάψω το γκάζι και τρέμοντας περιμένω να ζεσταθεί το σπίτι για να βγάλω το μπουφάν και το ανοράκ μου.
Αύριο πρέπει να σηκωθώ νωρίς πάλι για να πάω στη δουλειά. Στις 5.30 το πρωί είναι νύχτα ακόμα. Ο πάγος έχει καλύψει τις σκεπές των αυτοκινήτων και ο δρόμος μοιάζει με παγοδρόμιο. Περπατάω αργά για να μην πέσω και χτυπήσω, όπως την προηγούμενη εβδομάδα. Είναι μισή ώρα περπάτημα μέχρι το σταθμό του τραμ. Τα λεωφορεία δεν κυκλοφορούν ακόμα. Τα θαμπά φώτα των ηλεκτρικών στηλών ίσα που φωτίζουν τους γλιστερούς δρόμους. Οδηγός μου, μέσα στο σκοτάδι, είναι η ανάσα μου. Είναι η μοναδική πνοή ζωής που μου θυμίζει ότι είμαι ακόμα ζωντανή. Και ζεστή.
Δεν κυκλοφορεί κανείς στο δρόμο. Περνάω μπροστά από το συνοικιακό πάρκο. Τα καλοκαίρια είναι γεμάτο κόσμο που κάνει πικ-νικ, παίζει φρίσμπι, διαβάζει και βγάζει το σκύλο βόλτα. Το χειμώνα γίνεται νεκροταφείο της τοπικής χλωρίδας και πανίδας.
Στη στάση θα περιμένω πάλι και αν είμαι τυχερή, το τραμ θα έρθει γρήγορα, αν όχι, αν πάλι κολλήσει στις ράγες από το κρύο, θα χρειαστεί να περιμένω περισσότερο. Το βλέπω να έρχεται από μακριά, έχει ανοίξει τα φώτα της ομίχλης και κάθε λίγο σταματάει και λαχανιάζει. Μέσα στο σκοτάδι φαίνεται τρομαχτικό με τα φανταχτερά γαλαζό-ασπρα φώτα του. Μοιάζει με μάζα σκοτεινή που αγκομαχεί πάνω στις νεκρικές ράγες. Στη στάση είμαστε τρεις και περιμένουμε. Οι άλλοι δύο φοράνε φόρμα εργάτη.
Κάθομαι δίπλα στο παράθυρο. Είναι μόνο 3 στάσεις μέχρι το γραφείο μου, αλλά σήμερα δε θα φτάσω στην ώρα μου. Το τραμ κολλάει στις παγωμένες ράγες και κάθε φορά ο οδηγός πρέπει να σβήσει τη μπροστινή μηχανή, να βγει από το κουβούκλιο του, να περπατήσει σε όλο το μήκος του οχήματος και να ανάψει τη μηχανή του τραμ από πίσω, περιμένοντας το να ξεκολλήσει από τον πάγο. Στη συνέχεια πρέπει να σβήσει ξανά τη μηχανή από πίσω, να περπατήσει πάλι μπροστά μας με κατεβασμένο το πρόσωπο, να μπει στο κουβούκλιό του και να ξεκινήσει ξανά τη μηχανή, μέχρι το τραμ να ξανακολλήσει 10 μέτρα πιο κάτω.
Στο δρόμο για το γραφείο μου υπάρχει ένα νεκροταφείο. Τα γαλαζό-ασπρα φώτα του τραμ πέφτουν πάνω στους παγωμένους τάφους των αγγλικανών και των προτεστάντων και τους μεταμορφώνουν. Οι σκιές των δέντρων μοιάζουν με φαντάσματα μέσα στην ομίχλη και οι τάφοι, άσπροι από τον πάγο, φαίνονται ανατριχιαστικοί και έτοιμοι να πάρουν την εκδίκησή τους που ένα τραμ τόλμησε να τους αναστατώσει τον ύπνο με τέτοιο τρόπο.
Κατεβαίνω στη στάση μου και αντικρίζω το μαύρο κτίριο της J-NC από μακριά. ‘Άλλη μία μέρα δουλειάς μόλις ξεκίνησε. Όταν σχολάσω, κατά τις 16.00, θα είναι πάλι σκοτάδι έξω.
Είμαστε 600 υπάλληλοι. Τα γραφεία μας είναι open-plan αλλά μας χωρίζουν χαμηλά ξύλινα παραβάν. Κολλημένοι μπροστά σε μία οθόνη υπολογιστή και με ένα ακουστικό τηλεφώνου στα αυτιά, μοιάζουμε σα να βγήκαμε όλοι από το ίδιο ελαττωματικό καλούπι. Υπάλληλοι ήσυχοι, υπάλληλοι νομοταγείς, ανδρείκελα αμερικάνικου κολοσσού, υπηρέτες πολυεθνικών συμφερόντων, είμαστε όλοι υπεράνω υποψίας.
Και όμως, αν μπορούσε κανείς να ελέγξει τον καθένα μας ξεχωριστά, θα ανακάλυπτε 600 διαφορετικές ιστορίες. Οι υπολογιστές μας φιλτράρονται, τα e-mail μας φιλτράρονται, οι επικοινωνίες μας φιλτράρονται και τα τηλέφωνά μας παρακολουθούνται. Για 8 ώρες παύουμε να είμαστε κτήματα του εαυτού μας και ανήκουμε σε αμερικανικό έδαφος. Η ελευθερία του λόγου καταργείται. Η αμερικανική δικτατορία είναι απροσπέλαστη και ελέγχει μέχρι και το τελευταίο μικροτσίπ.
Μόνο το μυαλό μας δεν επηρεάζει. Εκεί επικρατεί ένα καθεστώς πορνό-λαγνείας, άρρωστης περιέργειας και ψεύτικου καθωσπρεπισμού.
Κάθε εβδομάδα, έρχονται καινούργιοι υπάλληλοι και φεύγουν άλλοι τόσοι. Ξέρω ότι είναι υπόθεση εβδομάδων προτού έρθει και η σειρά μου. «Δεν εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της εταιρείας μας,» μας λένε οι από πάνω. Εγώ όμως ξέρω. Οι υπολογιστές πήγαν για ανακύκλωση, οι ταυτότητες διαγράφτηκαν και οι υπάλληλοι εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Ποτέ δεν είδα ξανά υπάλληλο που έφυγε από το κτίριο της J-NC.
Στο πίσω μέρος του κτιρίου, στον ακάλυπτο χώρο, όπου μας βγάζουν κάθε Παρασκευή για τις ασκήσεις πυρκαγιάς που κάνουμε, υπάρχει ένας τεράστιος μπλε κάδος ανακύκλωσης. Ένας κάδος που ανακυκλώνει ανθρώπινο υλικό, φιλελεύθερες ιδέες και αντιδραστικά ήθη.
Κανείς από μας τους απλούς υπαλλήλους δε γνωρίζει την πραγματική χρήση του. Μία φορά όμως που έτυχε να πλησιάσω τον κάδο, κατά τη διάρκεια μιας άσκησης, είδα, εντελώς ξεχασμένη, την ξεθωριασμένη ταυτότητα του Michael Pettigrew ανάμεσα στα σκουπίδια. Ο Pettigrew είχε μεταφερθεί σε νέο παράρτημα της J-NC στην Αυστραλία, μας είχαν πει. Ωστόσο, έκτοτε, ποτέ δεν ακούσαμε ή μάθαμε τίποτα για αυτόν.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τη Mary Dwyer. Ήμασταν μαζί στο ίδιο παράρτημα, στην Ποιότητα Επικοινωνίας. Μιλάγαμε μόνο για συγκεκριμένα υπηρεσιακά θέματα, από «καλημέρα», μέχρι «ο πελάτης τάδε έχει το συγκεκριμένο αίτημα.» Ποτέ όμως δεν εντρυφήσαμε σε ποιο σημαντικά πράγματα. Ποτέ δε γίναμε φίλες. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν μπορώ να μετρήσω ούτε έναν πραγματικό φίλο που έκανα από εκεί μέσα, καθώς αποφεύγω να βγαίνω μαζί τους, εκτός ώρας υπηρεσίας.
Ο Tom Geller πάλι, ένας άλλος συνάδερφος από το ίδιο παράρτημα, επιμένει ότι την είδε στο κέντρο της πόλης, δύο εβδομάδες αφού έφυγε, άγνωστη μεταξύ αγνώστων.
]«Ήταν αλλαγμένη», είπε, «και δε φαινόταν να καταλαβαίνει αυτά που της έλεγα. Επέμενε μάλιστα ότι δεν είχε εργαστεί ποτέ της στην J-NC, λες και δεν ξέρω ποιος καθόταν στο διπλανό μου γραφείο επί δύο ολόκληρα χρόνια.»
Στη J-NC δεν κάνεις φιλίες γιατί ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα μιλήσει εναντίων σου και με ποιον. Έτσι, μετά από χρόνια είναι ακόμα λογικό να μην είσαι 100% σίγουρος για το διπλανό σου. Στο μαύρο κτίριο της J-NC στο Μάντσεστερ, κάνεις κατάθεση ζωής, έχεις υπογράψει εμπιστευτικό συμβόλαιο και για οχτώ ώρες ανήκεις άλλου και δουλεύεις κάτω από άλλες συνθήκες και προϋποθέσεις.
Είναι σκοτάδι τώρα και επιστρέφω σπίτι περνώντας ξανά μπροστά από το νεκροταφείο των αγγλικανών με το τραμ. Ένας μυστηριώδης θόρυβος ακούγεται από μακριά. Οι ταφόπλακες τρίζουν ανήσυχα, σαν να γνωρίζουν οι νεκροί τους κάτι που δεν μπορούμε ούτε καν να υποψιαστούμε.
Μήπως, όταν υπογράφαμε το συμβόλαιο εργασίας μας, υπογράφαμε και τη θανατική μας καταδίκη;
το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο www.greekorbis.gr