του Γιώργου Σιδέρη
Παίζει με τον Μινωτή και την Παξινού. Και μετά με τον Μουσούρη. Και με την Αρώνη. Δεν αγαπάει και πολύ τον κινηματογράφο. Αρχίζει να την ενδιαφέρει η ζωή της όταν γνωρίζει τον Κώστα Καζάκο. Είναι εγωίστρια, πεισματάρα, ισχυρογνώμων και κυκλοθυμική. Της αρέσει να τρώει ζαμπόν με μπανάνες. Είναι μέλος της ΕΔΑ. Είναι επίσης αριστούχος απόφοιτη του Εθνικού. Οι παραστάσεις, λένε, ξεχνιούνται εύκολα, δεν είναι όπως το σινεμά. Κανείς δεν ξεχνάει όμως ούτε «Το μεγάλο μας τσίρκο», ούτε την «Μήδεια». Δυο μήνες πριν το θάνατο της, με επιστολή της στον Τύπο, έμπλεη αγάπης θυμίζει τις πιο θεμελιώδεις αξίες εκείνης της απαράμιλλης καριέρας: «Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Να αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα θα ελπίζω».
Πάντα θα ελπίζει. Με τρώει η περιέργεια πώς θα ήταν η Τζένη – πόσο χαριτωμένη θα ήταν η Τζένη – όταν θα περπατούσε στους δρόμους στο Μοναστηράκι για να διαλέξει έπιπλα. Θα μπαινόβγαινε εκστασιασμένη στα παλαιοπωλεία – σαν ένα μικρό παιδί που πρόκειται να του αγοράσουν ένα παγωτό ή ένα μπαλόνι – για να βρει αυτό ακριβώς το τραπέζι ή την καρέκλα που θα μεγάλωνε ακόμα περισσότερο την απόσταση της από κάθε μοντέρνα επίπλωση που μισούσε φριχτά.
Ανάμεσα σε αυτό το καραμελένιο μουτράκι του σινεμά και στις εμβληματικές μορφές των ηρωίδων ενός ιλιγγιώδους θεατρικού ρεπερτορίου, υπάρχει μια χαραμάδα μέσα από την οποία η γυναίκα Τζένη μπορεί και γίνεται μια κάπως κανονική γυναίκα. Από αυτές που λατρεύουν τα ωραία ρούχα, που κάνουν ψαροντούφεκο, που πίνουν μπύρες, παίζουν τάβλι και που ερωτεύονται αλόγιστα – όπως άλλωστε οφείλουν να ερωτεύονται όλοι οι κανονικοί άνθρωποι.
Ολόκληρη την ζωή της περίμενε τον Κώστα Καζάκο, γράφει η ίδια. Από το 1969, ένα χρόνο μετά το γάμο τους και μέχρι το τέλος δεν θα αποχωριστεί ο ένας τον άλλο ούτε στη σκηνή: από την «Κυρία δεν με μέλλει» μέχρι και την «Πάπισσα Ιωάννα» έως και το «Μεγάλο μας τσίρκο» και το «Διαμάντια και μπλουζ» η Τζένη και ο Κώστας μοιράζονται τα πάθη των ηρώων τους – και παραδίπλα, στην κανονική ζωή, έχοντας και οι δυο κοινή πολιτική δράση ζουν μια ζωή κοινών αγώνων με επίκεντρο πάντα τον άνθρωπο.
Δεν κρύβει την αγάπη της για τη Ρωσία ούτε στις θεατρικές της επιλογές. Θα παίξει και Τσέχοφ και Ραζίνσκυ και Γκέλμαν και Αρμπούζοφ. Οι ειδωλοφάγοι δεν έχουν άλλο τρόπο – έξω από τις χυδαιότητες και τα κουτσομπολιά – για να την στήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα εξαιτίας των πολιτικών της πεποιθήσεων. Όταν θα αρχίσουν τα άσφαιρα πυρά για τον δήθεν πολυτελή τρόπο ζωής της – ασυμβίβαστος με την κομμουνιστική ιδεολογία – θα απαντήσει όπως τους αρμόζει: «Μόνο πνευματικός πρωτογονισμός και αντιαριστερό μένος μπορεί να οδηγήσει σε τέτοια σκέψη. Εκτός και αν εννοούν ότι, επειδή ο Κώστας ανήκει εκεί που ανήκει (στο ΚΚΕ), πρέπει να κυκλοφορούμε και οι δυο με τραγιάσκες και τσουβάλια και να μένουμε σε τρώγλες. Εμείς ότι μαζέψαμε τα μαζέψαμε από την αγάπη του κόσμου. Ας το πούμε μια και καλή δεν θα πάψω ποτέ να διεκδικώ το καλύτερο για τον εαυτό μου».
Μια ζωή διεκδικήσεων και μαχών. Την μητέρα των μαχών θα την δώσει το 1992 νικημένη από τον καρκίνο. Αλλά και τότε, λίγο πριν από εκείνη την τρομερή μάχη, πάλι τους άλλους και όχι τον εαυτό της θα έχει έγνοια: θα ζητήσει από τους ανθρώπους της να συμβάλλουν με κάθε τρόπο στην ανακουφιστική φροντίδα των καρκινοπαθών και στην αξιοπρεπή και ανθρώπινη διαβίωση τους. Έτσι, την ίδια χρονιά θα συσταθεί το Ίδρυμα Τζένη Καρέζη με αποστολή την ανακουφιστική φροντίδα ασθενών που πάσχουν από καρκίνο και άλλες χρόνιες παθήσεις, μέσω της στήριξης της Μονάδας Ανακουφιστικής Αγωγής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η Μονάδα Ανακουφιστικής Αγωγής μεταφέρθηκε το 2004 από το Αρεταίειο Νοσοκομείο όπου λειτουργούσε, στις εγκαταστάσεις του ιδρύματος, ως παράρτημα του Αρεταίειου Νοσοκομείου. Από το 1992 που δημιουργήθηκε το «Ίδρυμα Τζένη Καρέζη» έως σήμερα, υπηρετεί το σκοπό της ανακουφιστικής και παρηγορητικής αγωγής μέσα από πολιτιστικές, εκδοτικές και ενημερωτικές δραστηριότητες.
Μέσα από την λειτουργία της Μονάδας το Ίδρυμα δίνει την δυνατότητα σε χρονίως πάσχοντες ασθενείς να βρίσκουν στήριγμα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που τους δημιουργεί η ασθένεια τους. Η εξειδικευμένη ομάδα της Μονάδας (γιατροί, ψυχολόγοι, νοσηλευτές) ανακουφίζει τα σωματικά συμπτώματα της νόσου και στηρίζει ψυχολογικά τους ασθενείς και τις οικογένειες τους.
Είναι πολλές οι περιπτώσεις ασθενών για τις οποίες η Τζένη θα αισθανόταν χαρά και υπερηφάνεια – ακριβώς επειδή η επιθυμία της πραγματοποιήθηκε και μέσω του ιδρύματος που φέρει το όνομα της εκατοντάδες ασθενείς πάλεψαν με αξιοπρέπεια για να νικήσουν την επάρατο νόσο. Ένας από αυτούς είναι ο πατέρας της Κατερίνας Μπακογιάννη που το 2011 «έφυγε» ήρεμος, δίπλα στα αγαπημένα του πρόσωπα, υπό την παρηγορητική αγωγή του ιδρύματος.
Τελικά, όχι, η Τζένη δεν πέθανε. Γιατί δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την αλήθεια της ζωής και έτσι μπόρεσε να ξεφύγει από τους καθημερινούς θανάτους της. Η σύσταση και η ιστορία του ιδρύματος βοηθούν τους ασθενείς στην μάχη με μια αρρώστια που δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να μετατρέπει το σώμα σε ανόργανη ύλη. Και η επιτυχημένη αποστολή του συνίσταται ακριβώς σε αυτό που είπε – και ίσως και δεν είπε – η Τζένη στα ημερολόγια της και που θα μπορούσε να είναι η σκέψη κάθε τίμιου μαχητή:
«Μεγαλώσαμε πια. Δεν έχει κανένα νόημα να κάνεις παρέα με ανθρώπους από τους οποίους δεν έχεις τίποτα να πάρεις. Εγώ χρειάζομαι ανθρώπους που να μου αρέσει να τους ακούω να συζητάνε. Να συζητάνε με πάθος για ποίηση, για πολιτική, για λογοτεχνία, για κινηματογράφο, για θέατρο. Και να γεμίζει το σπίτι φωνές, γνώση, πάθος και απόψεις. Ανθρώπους ξύπνιους και καλλιεργημένους, που ξέρω ότι μου λένε την αλήθεια, ακριβώς γιατί δεν έχουνε κανένα λόγο να μου πούνε ψέματα. Και εγώ την αλήθεια τη λατρεύω. Όποιος απομακρύνεται από την αλήθεια οδεύει προς το θάνατο. Τον όποιο θάνατο. Γιατί υπάρχουνε πολλοί»