του Γιώργου Σιδέρη
Κάνεις σαν μικρό παιδί όταν μιλάς για το παγωτό, λέει η Ανιέτσκα. Στρίβει απότομα στο στενό και σταματάει έξω από το ζαχαροπλαστείο. Θέλω να είμαι σίγουρος πως τα καλύτερα παγωτά της πόλης τα φτιάχνει η φίλη μου η Λαντούσκα. Έχω να την δω πάνω από δέκα χρόνια και σκέφτομαι πως ένα παγωτό είναι η πιο σαγηνευτική δικαιολογία για να ανταμώσεις ξανά έναν αγαπημένο άνθρωπο.
Τούτη τη φορά δεν τίθεται ζήτημα απόλαυσης. Ούτε καν ζήτημα αισθητικής, εγώ που διαλέγω τις μπάλες παγωτού σύμφωνα με τα αγαπημένα μου χρώματα, το κόκκινο, το κίτρινο και το πράσινο. Είναι που άκουγα πάλι τα αγόρια της παρέας, ανάμεσα σε μερικά κατεψυγμένα ποτήρια βότκας Tsarskaya και τα μπαγιάτικα Μπελομορκανάλ, να αφήνουν στην άκρη την παραγεμισμένη με μπόλικη αυταρέσκεια αντρική τους αυτοπεποίθηση και να μεταμορφώνονται σε αθώα παιδιά. Όσο αθώο μπορεί να είναι ένα παιδί.
Πες πως τους θαυμάζω. Εντάξει, μπορείς να πεις πως τους ζηλεύω κιόλας. Είναι διεκδικητές, σχεδόν μαχητές ενός θρασύτατου δικαιώματος στην παιδικότητα. Έχουν μια αυθάδεια, όπως εκείνης που είχε η ηρωίδα του Ναμπόκοφ. Την αυθάδεια του να έχεις κάτσει στα γόνατα όλου του κόσμου και να μην τολμά να σε διώξει κανείς. Είναι το θείο θράσος τους να έχουν μάθει πώς να είναι αρεστοί στο σύμπαν ολόκληρο, απλά και μόνο «φορώντας» ένα βλέμμα.
Θυμώνω με την Ανιέτσκα. Θυμώνω και με το παγωτό που απολάμβανα συντονισμένος στο ραδιόφωνο με την ατονικότητα ενός Σένμπεργκ που δολοφόνησε την μουσική, το αυστριακό κάθαρμα. Πώς είναι να διεκδικείς το δικαίωμα στην παιδικότητα; Ξέρω πώς είναι να διεκδικείς το δικαίωμα στην ενηλικίωση και ίσως και στα γηρατειά από νεαρή ηλικία, της λέω και ψιθυρίζω τον στίχο του Σταμάτη για τον μπαμπά και το φλιτζάνι του: από ένα σερβίτσιο με κομμάτια δεκαοχτώ ο μπαμπάς από ένα καπρίτσιο πάντα ζήταγε αυτό. Μα τι καπρίτσιο ήταν εντέλει αυτό; Το όριο να φύγεις από την ζωή αυτή και άρα δεν σε ενδιαφέρει να γίνεις αρεστός σε κανέναν.
Με το παγωτό στο χέρι, προβοκάτορας του δικαιώματος στην παιδικότητα, διαβάζω αφορισμούς, κείμενα και ατάκες στο Facebook. Λογαριάζουν τον εαυτό τους και αυτό που κάνουν στα σοβαρά. Πίσω από τις λέξεις κάποιων κρύβονται τα εγκεφαλικά και οι ανακοπές, τα λεξοτανίλ και οι Ευαγγελισμοί. Πρέπει πάση θυσία να είναι αρεστοί. Και έτσι γίνονται εξαναγκαστικά παιδιά, άρα αναγκαστικά συμβιβασμένοι.
Είναι οι λιακάδες, οι καφέδες με τους φίλους, το αγαπημένο κουτσομπολιό, οι κουβεντούλες στα τηλέφωνα, μου λέει η Ανιέτσκα. Είναι, της λέω. Άρα ποιος ο λόγος για όλη αυτή τη χλαπαταγή; Γιατί όλη αυτή η ανώφελη όσο και χυδαία παιδικότητα μιας Λολίτας;
Πρέπει να είσαι πολύ κοντά στο όριο και έξω από το μέτρο, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, δεξιά ή αριστερά, για να μην σε ενδιαφέρει να είσαι αρεστός σε κανέναν. Αυτά τα γόνατα που όλοι αναζητούν για να καθίσουν, μαζί και τα αγόρια με τις βότκες και τα Μπελομορκανάλ, είναι το τυρί μέσα σε μια μοιραία φάκα. Και παραπέρα, στο τόσο προβλέψιμο μέλλον, οι σταθερές κατατιθέμενες αξίες της ανάγκης να μη σε διώχνει κανείς από τα γόνατα αυτά: να τρως παϊδάκια τις Κυριακές στη Βάρη, να κάνεις παιδιά για να γίνουν δικηγόροι και γιατροί ώστε να εξυψώσουν εσένα, να ανέχεσαι έναν γελοίο σύντροφο που στην πραγματικότητα τον σιχαίνεσαι και να έχεις συμβατικές σχέσεις με ζευγάρια που πίσω από τις πλάτες σας βριζόσαστε.
Την ώρα που τελειώνω την πράσινη μπάλα του παγωτού ηχεί στα αυτιά μου το «νιαούρισμα» της. Δεν είναι της Ανιέτσκα. Είναι εκείνης. Είναι σαράντα χρονών και για μερικά βασανιστικά – για εκείνην – δευτερόλεπτα είναι εξαναγκασμένη να μιμηθεί τη Λολίτα του Ναμπόκοφ. Στα ολοστρόγγυλα μωρουδίστικα μάτια της, σχηματισμένα έτσι μόνο για τις ανάγκες αυτών των δευτερολέπτων, είναι ζωγραφισμένη η αγωνία της απομίμησης του ύφους, των κινήσεων, των ήχων μιας Λολίτας. Θέλει να γίνει αρεστή στον σύντροφο της. Γνωρίζει καλά πως κανένας σύντροφος δεν θα διώξει από τα γόνατα του ένα τέτοιο κορίτσι και ας είναι θυμωμένος (ή και αηδιασμένος) με μια σαραντάχρονη. Το δικαίωμα στην παιδικότητα πιάνει τόπο. Τα «νιαουρίσματα» σαγηνεύουν τον σύντροφο. Εκείνη επανέρχεται ασυναίσθητα στην πρότερη κατάσταση, της αηδιαστικής σαραντάχρονης, αλλά το κόλπο έχει πετύχει. Η Λολίτα θα παραμείνει στα γόνατα του συντρόφου. Στα δικά του αυτιά ηχούν τα όμορφα τιτιβίσματα μιας έφηβης. Η ζωή τους συνεχίζεται, έτσι δειλά.
Σύμφωνα με την ψυχολογία, ανώμαλο είναι ότι δεν είναι μέσος όρος. Κλείνω το ραδιόφωνο γιατί μισώ τον Σένμπεργκ και την ατονικότητα του και γιατί έντρομος συνειδητοποιώ πως ούτε καν αυτό το παγωτό δεν μπορώ να το κρατήσω με έναν τρόπο που να μπορώ να διεκδικώ ένα κάποιο δικαίωμα στην παιδικότητα.