Αφιέρωμα για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Νικολάι Τσερκάσοφ (1903-1966)
Του Γιώργου Σιδέρη
Τα παιδιά των παιδικών μου χρόνων είχαν δει τους φόβους τους να αποτυπώνονται στα βιβλία του Στίβεν Κίνγκ, στις ταινίες του Γουές Γκρέϊβεν και βέβαια στην αποκρουστική μάσκα και στις ρυθμικές αναπνοές του Ντάρθ Βέϊντερ. Δεν λέω, ήταν και άλλοι πολλοί φόβοι του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και της λογοτεχνίας. Ο Τζέϊσον Βόρχις και η Βάντα του Σπόρτ Μπίλι επίσης υπήρξαν δύο από αυτούς και έτσι οι φόβοι των παιδιών των παιδικών μου χρόνων ήταν – σχεδόν πάντα – δυτικής προέλευσης. Δεν είναι πως δεν φοβήθηκα με τους φοβιστικούς ήρωες του δυτικού πολιτισμού. Είναι που αυτός ο φόβος τελείωνε λίγο μετά την ακαριαία εμφάνιση του και αποκτούσε την αίσθηση του αστείου – και ενίοτε του γελοίου. Γελούσα με αυτό που με φόβιζε, άρα δεν είχε εντέλει κανέναν αντίκτυπο στον ψυχισμό μου. Περνώντας τα χρόνια οι μνήμες αυτών των φόβων απλά με διασκέδαζαν και ξαναδιαβάζοντας «Το αυτό» του Κίνγκ ή ξαναβλέποντας τον Τζόκερ του «Μπάτμαν» και τον Φρέντι Κρούγκερ απλά θυμόμουν πως κάποτε υπήρξα παιδί και πως κάποτε υπήρξαν κάποια παιδιά που τους έτρεμαν.
Ήταν το καλοκαίρι του 1988 που έκανε την εμφάνιση του ο δικός μου ανεξίτηλος φόβος καταγόμενος από την Σοβιετική Ένωση και από την ιστορία της Ρωσίας. Γιατί εκείνο το καλοκαίρι, σε ηλικία 13 ετών είδα για πρώτη φορά τον «Ιβάν» του Σεργκέι Αϊζενστάιν. Σοκαρισμένος από την ερμηνεία και την εμφάνιση του Νικολάι Τσερκάσοφ, πότε «λουσμένου» από το αισθαντικό φυσικό φως και πότε «βυθισμένου» στις απειλητικές σκιές της τεχνικής του Αϊζενστάιν, δεν είχα την πολυτέλεια να ερμηνεύσω από τι γεννήθηκε εκείνος ο πρωτόγνωρος φόβος. Από αυτή καθαυτή την ερμηνεία του Ρώσου ηθοποιού ή από αυτό που συμβόλιζε και που παρουσίαζε η ερμηνεία του, δηλαδή τον Ρώσο αυτοκράτορα του 16ου αιώνα;
Καθώς η ταινία εξελισσόταν και ο Ιβάν γερνούσε μέσα από τα υπέροχα στατικά πλάνα του Αϊζενστάιν – μια αποπνικτική στατικότητα που μπόλιαζε μέσα μου όλους αυτούς του φόβους που θα θέριευαν με το διάβα του χρόνου – μπερδεύονταν μέσα μου, ως άπειρο παιδί, οι όψεις των αγίων στις βυζαντινές εικόνες και οι εικόνες που είχα σχηματίσει για τους βιβλικούς προφήτες με το αναντικατάστατο πατρικό πρότυπο και τους παντελώς άγνωστους μου Τσάρο Ιβάν και Νικολάι Τσερκάσοφ.
Ο φόβος μου για τον Ιβάν του Αϊζενστάιν άρχισε να αποκτά ένα κάποιο νόημα όταν είδα τον Νικολάι Τσερκάσοφ και σε άλλες ταινίες. Στον «Αλεξάντερ Νιέφσκι», στον «Αλεξάντερ Ποπόφ», στον «Ιβάν Παβλόφ», στη «Μάχη του Στάλινγκραντ» και βέβαια στο «Δον Κιχώτη». Ο φόβος παρέμενε ο ίδιος. Αμετακίνητος, απροσδιόριστος και συνεχώς διαστέλλων. Έτσι, είχα καταλήξει πως δεν ήταν ο Ιβάν αλλά ο Νικολάι Τσερκάσοφ που με φόβιζε. Η τεχνική του, το βλέμμα του, οι απειλητικές γωνίες του προσώπου του ακόμα και η εντύπωση μιας κυκλώπειας όψης που έδινε μέσα από την οθόνη, ενός αδηφάγου γίγαντα που ίσως και να κατασπαράζει απείθαρχους έφηβους, μου τάραζαν ακόμα περισσότερο τον έτσι και αλλιώς ανήσυχο βραδινό μου ύπνο. Ο τρομερός Νικολάι Τσερκάσοφ, πότε ως Ιβάν, πότε ως Γκόρκι, πότε ως Νέφσκι, πότε ως Δον Κιχώτης, πότε ως αυστηρός μπαμπάς και πότε ως όλοι οι παραπάνω μαζί με προειδοποιούσε στον ύπνο μου πως αν συνεχίσω να είμαι ένα κακομαθημένο κωλόπαιδο «τα ψωμιά μου» θα είναι πολύ λίγα.
Πέρασαν τα χρόνια και ο Τσερκάσοφ έγινε ο πιο εμμονικός μου φόβος. Και όσο περισσότερο με φόβιζε τόσο περισσότερο με έλκυε. Κάθε πλάνο του Νιέφσκι, του Ιβάν, του Δον Κιχώτη, του Γκόργκι, ακόμα και του Ρούσβελτ ήταν μια μεθυστική λατρεία προς ένα πρόσωπο που πλέον συνόψιζε επάνω του μια απροσδιόριστη «αυτοπειθαρχία» και μια δωρικότητα που θα προσδιοριζόταν πολύ αργότερα, όταν θα μελετούσα την τεχνική της ρώσικης υποκριτικής, την απαράμιλλη τεχνική του σοβιετικού κινηματογράφου και φυσικά τον χαρακτήρα του ρώσικου λαού.
Διαβάζοντας τα απομνημονεύματα του Τσερκάσοφ και συλλέγοντας με μάνητα πληροφορίες από την μυθική του ζωή ξεκίνησα να μεταλλάσω τον φόβο μου σε δέος: αγάπησε και έζησε μια ζωή με την ίδια γυναίκα, την ηθοποιό Νίνα Βέϊτμπρεχτ, είχε τρία παιδιά εκ των οποίων τα δυο πρώτα πέθαναν, υπήρξε βουλευτής του Ανωτάτου Σοβιέτ, μόνο το 1939 δέχτηκε στο γραφείο του πάνω από 2000 ανθρώπους, δεν αμφισβήτησε ποτέ τον Στάλιν και έπαθε σοκ με το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και τα περί προσωπολατρίας. Μα την μεγάλη αποκάλυψη την έκανε ο ίδιος του ο γιός: ο μπαμπάς ήταν ένας αυθεντικός σοβιετικός, υπογράμμισε. Έτσι, είχε αποσαφηνιστεί μέσα μου πλέον η προέλευση του δέους μου για έναν «στρατιώτη» της υποκριτικής και της σοβιετικής ιστορίας.
Το αντάμωμα μου με τον Τσερκάσοφ έγινε με έναν εντελώς μεταφυσικό τρόπο το 1990 όταν είδα στο Εθνικό Θέατρο τον Αλέξη Μινωτή στην «Θυσία του Αβραάμ». Εκεί, στα καμαρίνια, καθισμένος με το κοστούμι και το μακιγιάζ της παράστασης ο Μινωτής μου έτεινε το χέρι για να με αγγίξει στον ώμο και γω τρέμοντας από το φόβο έκανα να σκύψω να του το φιλήσω. Ήταν σαν να είχε ξεπηδήσει ο Αβραάμ από βυζαντινή εικόνα λίγο μετά την θυσία του γιού του στο Θεό και εγώ όφειλα να επιδείξω τον δέοντα σεβασμό. Και ξάφνου το πρόσωπο του Μινωτή μεταλλάχθηκε και έγινε το πρόσωπο του Τσερκάσοφ στον Ιβάν, ένας μονάρχης περισσότερο παρά ένας άνθρωπος. Και ύστερα μερικές ακόμα εικόνες του ηθοποιού που λάτρεψα όσο κανέναν: στα επίσημα σοβιετικά πορτραίτα του, στο γραφείο του, στην ανάπαυλα από γυρίσματα ταινιών του, σε διακοπές ή μέσα στο αυτοκίνητο του.
Καθώς δεν υπάρχει πορτραίτο του Αλεξάντερ Νιέφσκι που να αποδίδει την όψη του, η εικόνα του Τσερκάσοφ στον ρόλο του Ρώσου άρχοντα κοσμεί το Σοβιετικό Τάγμα «Αλεξάντερ Νιέφσκι». Αυτό υπήρξε μια ακόμα εξήγηση του γιατί το δέος μου για τους ρόλους του Τσερκάσοφ θα αποτελεί δέος για τον ίδιο και μόνο.