Λουντμίλα Μαξάκοβα: Μια συνέντευξη στην «Καθημερινή» για την εμπειρία της Ελλάδας του 60’

Του Σάκη Ιωαννίδη

«Αφίκοντο χθες εις τας Αθήνας τα 70 μέλη του ακαδημαϊκού “Θεάτρου Βαχτάνγκωφ” της Μόσχας, το οποίον εμφανίζεται αύριον Δευτέρα, 9.15 μ.μ., εις το “Θέατρον Κοτοπούλη”, όπου θα δώσει σειρά παραστάσεων». Το ημερολόγιο της «Κ» έγραφε 20 Σεπτεμβρίου 1964 και το ρεπορτάζ που υπέγραφε ο δημοσιογράφος Στέλιος Ι. Αρτεμάκης και αλίευσε από το αρχείο της εφημερίδας ο «Φιλίστωρ» ανακοίνωνε την πρώτη εμφάνιση του ρωσικού θεάτρου στην Ελλάδα. Ανάμεσα στον πολυπληθή θίασο που ερχόταν από τη Σοβιετική Ενωση του Νικίτα Χρουστσόφ με τους καλύτερους ηθοποιούς της νέας γενιάς ήταν και η 23χρονη Λουντμίλα Μαξάκοβα. Κόρη της μέτζο σοπράνο Μαρία Μαξάκοβα, σολίστ του Θεάτρου Μπολσόι, η νεαρή τότε Λουντμίλα θα έπαιζε τον ρόλο της Μάσα στο έργο «Ζωντανό πτώμα» του Λέοντος Τολστόι και την Αντέλμα στη θρυλική παράσταση «Πριγκίπισσα Τουραντό» του Κάρλο Γκότσι. «Ήταν ο πρώτος μου μεγάλος ρόλος», λέει στην «Κ» η 76χρονη σήμερα ηθοποιός, η οποία θα υποδυθεί την Ιοκάστη στην παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, την ελληνορωσική παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Βαχτάνγκοφ σε σκηνοθεσία Ρίμας Τούμινας.

Ο θίασος έμεινε στην Ελλάδα περίπου 10 ημέρες και έδωσε τέσσερις παραστάσεις, με αποκορύφωμα, όχι τυχαία, την «Πριγκίπισσα Τουραντό» του Κάρλο Γκότσι. Η παράσταση, που ανέβηκε για πρώτη φορά το 1922 από τον ιδρυτή του θεάτρου Ευγένιο Βαχτάνγκοφ, αποτέλεσε για χρόνια την καλλιτεχνική «ταυτότητα» του θιάσου. Η αναβίωσή της υπό τον Ρουμπέν Σιμόνοφ και η παρουσίασή της σε ευρωπαϊκές χώρες έγινε την τελευταία περίοδο της διακυβέρνησης του Χρουστσόφ, η οποία έμεινε γνωστή ως «το λιώσιμο των πάγων», με το άνοιγμα της Ρωσίας στον κόσμο και μεταρρυθμίσεις για την αποσταλινοποίηση της χώρας. Η «καπιταλιστική» Ελλάδα του ‘60 ήταν μια απίστευτη εμπειρία για τον ρωσικό θίασο, όπως αποκαλύπτει η κ. Μαξάκοβα στην «Κ»: «Θυμάμαι μια δεξίωση που δόθηκε προς τιμήν μας σε ένα πλοίο, κάτι σαν γιοτ. Ερχόμενοι από την κομμουνιστική Ρωσία σε μια χώρα του καπιταλισμού, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Θυμάμαι τις σαμπάνιες, τις φούστες που φορούσαν οι γυναίκες. Είχαμε γνωρίσει και τον ηθοποιό Αλέκο Αλεξανδράκη», σημειώνει.

Η εντύπωση που της είχε κάνει η μικρή Ελλάδα της εποχής καταγράφηκε στον νου και στην καρδιά της και από τότε επισκέφθηκε τη χώρα μας ιδιωτικά ακόμη έξι φορές με την οικογένειά της, για να τους δείξει τον ελληνικό πολιτισμό που γνώρισε τότε. «Στην Ελλάδα υπάρχει μια αρμονία, η λέξη “παραμόρφωση” που υπάρχει στον κόσμο φεύγει όταν έρχομαι στην Ελλάδα. Με το Θέατρο έχουμε ξαναπαίξει πρόσφατα στη χώρα σας, αλλά μόνο στα ρωσικά. Γι’ αυτό και το πείραμα που θα κάνουμε είναι πολύ ενδιαφέρον, το να δημιουργήσουμε με δύο σχολές θεάτρου», τόνισε η κ. Μαξάκοβα στο δημοσιογραφικό γεύμα που παρέθεσε το Εθνικό Θέατρο και δήλωσε εντυπωσιασμένη από την πολύ καλή μουσικότητα, την πλαστικότητα στο σώμα και το ταμπεραμέντο των Ελλήνων ηθοποιών. «Η Λουντμίλα Μαξάκοβα (Αντέλμα) έδωσε τη ζήλια και το πάθος, αλλά και το χιούμορ του πάθους σε ζηλευτή ισορροπία», γράφει στην κριτική του για την «Πριγκίπισα Τουραντό» ο Αιμίλιος Χουρμούζιος («Κ», 1/10/1964) και αναφέρει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο, που ίσως φάνταζε υπερβολή για την εποχή, το γεγονός ότι οι ηθοποιοί αποστήθιζαν ορισμένες φράσεις του κειμένου στη γλώσσα της χώρας την οποία επισκέπτονταν.

Τι είχε συμβεί στην ελληνική παρουσίαση; «Ή τώρα ή ποτέ. Πέντε χρόνια κρύβω το φαρμακερό κεντρί μου και κάνω τάχα πως ημέρεψα. Ω ουρανοί αυτός είναι. Δούλευε τότε στην αυλή του βασιλιά πατέρα μου», άρχισε να απαγγέλλει στα ελληνικά η Λουντμίλα Μαξάκοβα μισό αιώνα μετά την παράσταση στο Θέατρο Κοτοπούλη, αφήνοντας άναυδους δημοσιογράφους και συντελεστές των δύο θεάτρων. Η «Ιοκάστη» μάς εντυπωσίασε προτού καν ανεβεί στη σκηνή.