Ταμίλα Κουλίεβα, μια ελληνίδα πρωταγωνίστρια γεννημένη στη Ρωσία

Η Ταμίλα Κουλίεβα γεννήθηκε στο Μπακού και μεγάλωσε στην Μόσχα. Σπούδασε σκηνοθεσία στο Πανεπιστήμιο πολιτισμού της Μόσχας και υποκριτική στο Kρατικό Πανεπιστήμιο κινηματογράφου της Μόσχας (VGIK), όπου έλαβε τον μεταπτυχιακό τίτλο (Master) Καλών Τεχνών. Όσο δίδασκε τεχνικές αυτοσχεδιασμού στο ίδιο Πανεπιστήμιο, ήταν ενεργό μέλος της θεατρικής ομάδας “Ουζάτσοφκα” στην Μόσχα και συμμετείχε σε τέσσερις ρωσικές ταινίες. Από το 1992 διδάσκει σύμφωνα με τις μεθόδους του “Μιχαήλ Τσέχωφ” στην υποκριτική και τον αυτοσχεδιασμό σε πολλές δραματικές σχολές, στο Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος, καθώς και στο Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (Με πρόεδρο τον Οταρ Ιοσελιάνι) και μέλος της κριτικής επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας “Νύχτες πρεμιέρας” (Με πρόεδρο τον Max Von Sydow).

Έχει λάβει το χρυσό μετάλλιο της UNESCO, τεχνών, λόγου και επιστημών. Είναι επίτιμο μέλος του Σλάβικου Πανεπιστημίου του Μπακού (BSU) και έχει τιμηθεί ως ευεργέτης, για την συνεχή προσφορά της από το Χατζηκυριάκειο ίδρυμα παιδικής προστασίας.

Από τη «Ζωή που δεν έζησα» -την πρώτη και μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία της- στα ιερά χώματα της Επιδαύρου και στην παράσταση «Μικρά Διονύσια». Για την Ταμίλα Κουλίεβα, την αγαπημένη πρωταγωνίστρια του ελληνικού θεάτρου, η διαδρομή από την Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας έως τα αθηναϊκά σοκάκια έκρυβε πολλές εκπλήξεις, επιτυχίες και φυσικά έναν μεγάλο έρωτα, για χάρη του οποίου εγκατέλειψε την πατρίδα της και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Η επιλογή της τη δικαίωσε -με τον σύζυγό της, είναι από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια της υποκριτικής-, αφού μια λαμπρή καριέρα την περίμενε εδώ.

Μπορεί να γεννήθηκε στη Μόσχα, αλλά η καταγωγή του πατέρα της είναι από το Αζερμπαϊτζάν. Στη ρωσική πρωτεύουσα σπούδασε σκηνοθεσία στο Ινστιτούτο Πολιτισμού. Μεταξύ των πολλών πτυχίων που κατέχει είναι και το δίπλωμα πιάνου από το Κρατικό Μουσικό Σχολείο της Μόσχας άλλα και της διδασκαλίας υποκριτικής από το Κρατικό Ινστιτούτο VGIK.

Στην Ελλάδα ήρθε το 1992 ακολουθώντας τον σύζυγο της, τον σκηνοθέτη Γρηγόρη Καραντινάκη. Οι δυο τους γνωρίστηκαν όταν σπούδαζαν μαζί στη Μόσχα. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους, αποφάσισαν να έρθουν στην Ελλάδα και δυο χρόνια αργότερα ξεκίνησε να διδάσκει σε μια δραματική σχολή, προκειμένου να ασχοληθεί και επαγγελματικά με το αντικείμενο σπουδών της.

Η ενσωμάτωση της στην ελληνική κοινωνία ήταν εύκολη υπόθεση, αφού, όπως έχει παραδεχτεί, δεν ένιωσε καθόλου ρατσισμό από τους Έλληνες. Όσο για τις πρώτες λέξεις που έμαθε με το που πάτησε το πόδι της στην Ελλάδα; «Πολύ ωραία!»

 

Το ζευγάρι έχει έναν γιο, τον Στέφανο, ο οποίος σπουδάζει μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας. Όπως έχει δηλώσει και η ίδια η ηθοποιός, «Ο γιος μου ακολουθεί το επάγγελμα του παππού του».

Έγινε ευρέως γνωστή στο ελληνικό κοινό μέσα από την τηλεοπτική σειρά «Η ζωή που δεν έζησα», όπου υποδύθηκε μια μεσήλικη γυναίκα ερωτευμένη με τον κατά πολύ νεότερό της Αιμίλιο Χειλάκη, φίλο του «τηλεοπτικού» της γιου Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Μάλιστα, προκειμένου να δείχνει μεγαλύτερη στο σίριαλ, της είχαν γκριζάρει τα μαλλιά.

Μαζί με τους Κωνσταντίνο Γιάνναρη, Θεόδωρο Αγγελόπουλο αλλά και πολλούς ακόμη γνωστούς σκηνοθέτες και ηθοποιούς, συμπεριλαμβάνονται στα ιδρυτικά μέλη της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Στο πλούσιο θεατρικό της βιογραφικό περιλαμβάνονται συμμετοχές σε παραστάσεις, όπως «Το κτήνος στο φεγγάρι», «Ο θαυματοποιός», «Τρωάδες», «Μήδεια», «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Συνεργάστηκε με τον Γιώργο Βογιατζή στην σειρά «Αν μ’ αγαπάς», που προβλήθηκε για δυο σεζόν και η οποία ήταν βασισμένη σε ιταλικό format.

Είναι φαν του κινέζικου πράσινου τσαγιού, το οποίο προμηθεύεται από την Αγία Πετρούπολη, ενώ για να εξασκεί συνεχώς τα ελληνικά της διαβάζει κατά κύριο λόγο ελληνική λογοτεχνία. Τρελαίνεται για τη μαγειρική της μητέρας της και την τιμά δεόντως κάθε φορά που επισκέπτεται τη γενέτειρα της. Δεν βλέπει καθόλου τηλεόραση, ούτε καν τις ειδήσεις.

Ο Νίκος Κούνδουρος την είχε συμβουλεύσει παλιότερα «να προσέχει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται τα πράγματα, γιατί η σκέψη είναι η αφετηρία των πράξεών μας».