Ποιος κύριος είδε τη Ρωσία “αλλιώς” το καλοκαίρι του 2016

Η ταξιδιωτική εκπομπή έξι επεισοδίων «Η Ρωσία αλλιώς» που προβλήθηκε στην ΕΡΤ2 το καλοκαίρι που μας πέρασε, συνάρπασε Έλληνες και Ρώσους.

Ο Δημήτρης Γεωργιάδης, Έλληνας ηθοποιός, τριτοετής φοιτητής στη Μόσχα, στη διάσημη Θεατρική Ακαδημία Gitis, αποφάσισε να ανακαλύψει τη ρωσική επαρχία και ξεκίνησε ένα συναρπαστικό ταξίδι στη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα του κόσμου. Σκοπός του ήταν να συναντήσει ανθρώπους ξεχωριστούς και παθιασμένους, να γνωρίσει την απρόβλεπτη καθημερινότητα της επαρχιακής ρωσικής ζωής, να έρθει κοντά στον περήφανο ρωσικό λαό, να μάθει για τη ζωή μακριά από τη φανταχτερή πρωτεύουσα, να αντιμετωπίσει τις σκληρές καιρικές συνθήκες και να θαυμάσει την πανέμορφη φύση, να δει μέρη όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Και τα κατάφερε.

Ο κύκλος των έξι επεισοδίων της ταξιδιωτικής εκπομπής «Η Ρωσία αλλιώς» βρήκε τον Δημήτρη μαζί με την ομάδα του στον «Χρυσό Δακτύλιο», στις πόλεις όπου γεννήθηκε η σημερινή Ρωσία. Στην Κοστρομά γνώρισε τον «ιπτάμενο» εφευρέτη και πέταξε μαζί του πάνω από την πόλη, στο Γκάλιτς πέρασε μία ολόκληρη μέρα στο δάσος με τον απομονωμένο ποιητή, στο Βλαντίμιρ μια βραδινή βόλτα με το τρόλεϊ εξελίχθηκε σε νύχτα εξομολόγησης, ενώ στο Σούζνταλ άνοιξε μια τρύπα στο παγωμένο ποτάμι και… βούτηξε, γιατί έτσι θέλει το τοπικό έθιμο κι έτσι δοκιμάζει τα όρια του. Στο Ροστόφ, ο Δημήτρης συνάντησε τον Γιούρι και την ξεχωριστή ιδεολογία του λίγα μέτρα κάτω από το χιόνι, λίγο πριν αναχωρήσει για το Περεσλάβλ, την πόλη των μουσείων και της «γαλάζιας πέτρας».

Με αφορμή την εκπομπή ο Δημήτρης Γεωργιάδης παραχώρησε τον Ιούλιο του 2016 μια συνέντευξη στο ηλεκτρονικό περιοδικό του Έτους Ελλάδας Ρωσίας 2016.

Πείτε μας λίγο για την εκπομπή. Ποιά ήταν η βασική ιδέα πίσω από αυτήν και πώς επιλεγήκατε εσείς?

Ξεκίνησε τελείως απροσδόκητα, από την άποψη ότι έλαβα ένα email, που έλεγε πως έψαχναν κάποιον για να παρουσιάσει ένα project σχετικά με το ταξίδι ενός ξένου γύρω από τον Χρυσό Δακτύλιο της Ρωσίας και η δασκάλα μου του χορού είχε προτείνει εμένα. Αρχικά, είχαν βρει έναν αμερικανό, αλλά τελικά δεν τους έκανε… Ήθελαν έναν ξένο που να μιλάει καλά τα ρωσικά αλλά να καταλαβαίνει και καλά, συν ότι δεν έπρεπε να είχε δει πάρα πολύ την Ρωσία και να κάνει και για παρουσιαστής, δηλαδή ένας συνδυασμός σχετικά σπάνιος. Έφτασαν σε μένα, κάναμε μία συνάντηση, σαν casting, κυρίως για να γνωριστούμε. Μεταξύ άλλων η σκηνοθέτις με ρώτησε αν συνηθίζω να μιλάω με αγνώστους. Της είπα πως ναι και κάπως έτσι ξεκινήσαμε.

 

Βρήκε ανταπόκριση η εκπομπή στην Ρωσία;

Καταρχάς, να πω ότι προβλήθηκε από το κανάλι “Kultura” της Ρωσίας, έναν κρατικό τηλεοπτικό σταθμό που εστιάζει στον πολιτισμό, όπως κι η εκπομπή μας η οποία εστίασε σε ανθρώπους και πολιτισμό. Εγώ δεν μπορώ να κρίνω από τηλεθεάσεις γιατί δεν τις είδα και δεν θέλησα να ενημερωθώ. Για μένα είχε ουσία το τι μου έγραφαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκατοντάδες τηλεθεατές, όπως συμβαίνει και τώρα με την ΕΡΤ.  Με βρήκαν άνθρωποι που δεν θα με ήξεραν αλλιώς και, πέραν του προσωπικού «μπράβο, τι ωραία που μιλάς ρώσικα, κλπ», το πιο σημαντικό είναι ότι υπήρξε μια σύνδεση, υπήρξε μια συνάντηση δύο πολιτισμών. Αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Θέλω να πω, η σύνδεση ενός πολίτη μιας χώρας της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (π.χ. Εσθονία, Λιθουανία κλπ) με την Ρωσία είναι διαφορετική από τη δική μας. Καταλαβαίνεις ότι αυτός ο άνθρωπος έχει μάθει ρώσικα, κατά πάσα πιθανότητα από μικρός, ξέρει τι είναι Ρωσία, είτε την συμπαθεί πολύ, είτε την αντιπαθεί εντελώς. Η δική μας, όμως, σχέση είναι αλλιώτικη.

Θεωρώ, ότι είναι μια σχέση που χτίζεται ακόμα. Δεν υπάρχει κάτι τόσο έντονα ορισμένο από πριν, αν, ας πούμε, σκεφτεί κανείς ότι τώρα φτιάχνεται και η σχέση του ρωσικού λαού με τη θρησκεία του, αν αναλογιστούμε ότι οι Έλληνες, στην ουσία, τώρα γνωρίζουμε τους σημερινούς Ρώσους μέσα από τον τουρισμό.  Στην συνέντευξη που κάναμε με τον κύριο Σβιντκόι (Ειδικός Εκπρόσωπος του Προέδρου Πούτιν για το Έτος Ρωσίας – Ελλάδας) στην ΕΡΤ 1 και τον κ. Ροδίτη, καταλάβαμε ότι υπάρχει ένα αμοιβαίο κενό γνώσης του σύγχρονου πολιτισμού των χωρών μας. Δεν έχουμε πλήρη εικόνα του πιο σύγχρονου ρωσικού πολιτισμού, πέρα από τα Μπολσόι ή ορισμένες παραστάσεις που έρχονται κατά καιρούς στην Ελλάδα.

 

Ας γυρίσουμε στην σειρά. Τι σημαίνει ο ρωσικός τίτλος της και πώς εξελίχθηκαν τα γυρίσματα;

Στα ρώσικα είναι η αρχική φράση ενός γλωσσοδέτη που χρησιμοποιείται στην Ρωσία για την ανάπτυξη του λόγου. Έτσι, με το που λες «Γιέχαλ Γκρέκα…» αμέσως το συμπληρώνουν με όλο το υπόλοιπο.

Κανονικά έπρεπε να βγάλουμε τα γυρίσματα με τη μία. Δηλαδή, να φύγουμε από τη Μόσχα και να γυρίσουμε όταν τελειώσουν. Αλλά, εγώ εκείνη την εποχή ήμουν στο τελευταίο έτος του Gitis και είχαμε τις παραστάσεις στην σχολή. Χρειαζόταν να κάνουμε πρόβες-είκοσι μέρες πρόβα, μετά πρεμιέρα και μετά έφευγα για τα γυρίσματα. Μετά άλλη παράσταση κ.ο.κ. Το δύσκολο ήταν ότι η μέρα, όσο χειμώνιαζε, μίκραινε και χανόταν το πολύτιμο για τα γυρίσματα φως. Ξεκινούσαμε από τις 7 το πρωί που ακόμα δεν είχε βγει ο ήλιος, να προετοιμαστούμε, να δούμε τι θα γυρίσουμε, ώστε να προλάβουμε από τις 8 ως τις 4 το μεσημέρι. Κάθε ήρωας μας έπαιρνε σίγουρα 2,5 ώρες για το γύρισμα και σ’ αυτά πρέπει κανείς να προσθέσει την παγωνιά – π.χ αν μπεις απ’ έξω, μέσα η κάμερα θαμπώνει και χρειάζεται μέχρι μία ώρα για να ξεθαμπώσει. Τις τρεις τελευταίες πόλεις τις γυρίσαμε μαζί, Σούζνταλ, Ροστόφ και Περεσλάβλ. Τις βλέπουμε με χιόνι, το οποίο για μας τους Έλληνες μπορεί να είναι τόσο «εξωτικό», αλλά οι ντόπιοι μας συμβούλευαν να πάμε την άνοιξη που είναι ακόμα πιο όμορφα.

 

Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με την Ρωσία και την ρωσική γλώσσα;

Ξεκίνησε καθαρά για θεατρικούς και επαγγελματικούς λόγους. Χρειαζόμουν μια μέθοδο δουλειάς με το ρόλο, αλλά και μια νέα «φλόγα» ως καλλιτέχνης. Η Ρωσία έχει μια σπουδαία θεατρική Σχολή, μια ζωντανή παράδοση, κάτι που στην Ελλάδα δυστυχώς λείπει. Ως επί τω πλείστον έχει επικρατήσει ένας εμπειρικός τρόπος δουλειάς που είναι καθαρά προσωπικός. Δεν έχει γραφτεί, δεν έχει κωδικοποιηθεί, έτσι ώστε να έρθει ο επόμενος και να δουλέψει πάνω σ’ αυτόν, να τον εξελίξει, να δημιουργήσει μια συνέχεια. Είναι ο προσωπικός μηχανισμός επιβίωσης του κάθε καλλιτέχνη. Μια θεατρική κατασκήνωση στη Θάσο με καθηγητές, μεταξύ άλλων τον Δημήτρη Ήμελλο και τον Θοδωρή Αμπαζή, με οδήγησε στην απόφαση να φύγω για το Gitis. Αρχικά ήταν να πάω για ένα-δυο χρόνια αλλά οι συμφοιτητές μου και ο δάσκαλός μου δεν μ’ άφησαν να φύγω…

Για να σπουδάσεις εκεί πρέπει να γνωρίζεις ρωσικά. Ωστόσο, κατά βάση τη γλώσσα την μαθαίνεις μέσα στο περιβάλλον όπου ομιλείται. Δεν είναι βέβαια εύκολο να συνδυάσεις την εκμάθηση της γλώσσας με το αντικείμενο των σπουδών. Είναι σκληρό. Έπεσε πολύ «ξύλο». Ο δάσκαλός μου φώναζε «ποιό είναι το αγαπημένο σου μάθημα, Έλληνα;». «Η υποκριτική», του έλεγα. «Η γλώσσα!» μου απαντούσε! Για μένα είχε ένα ενδιαφέρον η σχέση των γλωσσών και επειδή ξεκίνησα να διδάσκω ελληνικά σε Ρώσους από το δεύτερο έτος και μετά, για καθαρά βιοποριστικούς λόγους,  έψαξα αυτήν την σχέση ακόμα περισσότερο.

 

Οι Ρώσοι μαθαίνουν ελληνικά;

Ασφαλώς! Πολλοί για συναισθηματικούς λόγους, είναι δηλαδή Ρώσοι πολίτες με ελληνικές ρίζες, ή γυναίκες που μπορεί να ερωτεύτηκαν έναν Έλληνα και να θέλουν να έχουν επικοινωνία μαζί του, άλλοι για λόγους θρησκευτικούς, επειδή  έρχονται στην Ελλάδα κάθε χρόνο σε κάποιο μοναστήρι και θέλουν να μπορούν να εξομολογούνται στα ελληνικά. Εντυπωσιακό;

 

Πόσο εύκολο είναι για τους Ρώσους να μάθουν ελληνικά. Βρίσκουν κάποια κοινά από την ίδια τους την γλώσσα που τους βοηθούν στην εκμάθηση της ελληνικής;

Έχουμε παρόμοιο λεξιλόγιο σε θρησκεία και ιατρική. Αυτοί είναι δύο τομείς που είναι ελληνικοί, διεθνώς ελληνικοί. Στην δομή της γλώσσας, τα ρώσικα είναι πιο ελεύθερα, δεν έχουν άρθρα, συντακτικά μπορεί να «παίξεις» περισσότερο σε σχέση με τα ελληνικά. Τελικά, τα πάντα είναι το κίνητρο. Μπορεί να μάθεις οποιαδήποτε γλώσσα αρκεί να έχεις ισχυρό κίνητρο για να το κάνεις.

Δείτε εδώ το δεύτερο επεισόδιο της ταξιδιωτικής εκπομπής: https://www.youtube.com/watch?v=-euNpTQviRY