Λέων Τολστόι: Μια ταραγμένη ψυχή
Γράφει ο Άρης Σφακιανάκης
«28 Οκτωβρίου 1910. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου κατά τη μιάμιση το βράδυ και κοιμήθηκα ως τις τρεις. Ξύπνησα πάλι από πόρτες που άνοιγαν και βήματα. Τις προηγούμενες νύχτες δεν είχα κοιτάξει από την πόρτα μου, όμως αυτή τη φορά έριξα μια ματιά και είδα από τη χαραμάδα ένα δυνατό φως μες στο γραφείο μου. Ήταν η γυναίκα μου που έψαχνε κάτι και ίσως διάβαζε τα γραφτά στο τραπέζι… Σε λίγο πήρε το φως κι έφυγε για το δωμάτιό της. Δεν ξέρω γιατί αυτό μου προκάλεσε μια ακατανίκητη αίσθηση αποστροφής και εξέγερσης. Ήθελα να κοιμηθώ μα τώρα πια δεν μπορούσα. Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου για καμιά ώρα περίπου. Άναψα τέλος το κερί και ανακάθισα συγχυσμένος στο κρεβάτι μου. Σε λίγο η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα εκείνη να ρωτήσει για την «υγεία μου» και να εκφράσει την έκπληξή της για το φως που είδε στο δωμάτιό μου. Η αποστροφή και η εξέγερση μεγαλώνουν. Πνίγομαι και αρχίζω να μετράω τους σφυγμούς μου: 97. Δεν μπορώ να μείνω ξαπλωμένος και ξαφνικά παίρνω την οριστική απόφαση να φύγω. Της γράφω ένα γράμμα, αρχίζω να μαζεύω τα πιο απαραίτητα πράγματα ώστε να μπορέσω απλώς να φύγω. Ξυπνάω τον Ντούσαν κι έπειτα την Αλεξάνδρα (την κόρη του). Με βοηθούν να φτιάξω το δέμα μου. Τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να ακούσει από το δωμάτιό της ότι φεύγω –σκηνή, νευρική κρίση- και, επομένως, πάει η αναχώρηση. Στις 6 τα ξημερώματα, όλα είναι σχεδόν έτοιμα και πακεταρισμένα. Πηγαίνω στο στάβλο και δίνω εντολή να σελώσουν…»
Ο Λέων Τολστόι ήταν τότε 82 χρονών και είχε ζήσει παντρεμένος με τη γυναίκα του επί 48 ολόκληρα χρόνια. 48 χρόνια μέσα στη διάρκεια των οποίων γράφτηκε το περίφημο «Πόλεμος και Ειρήνη», χρόνια ζήλειας δυσφορικής που βρίσκουμε τόσο ανάγλυφα αποτυπωμένα στη «Σονάτα του Κρόιτσερ», χρόνια όπου «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς» φανερώνει την αγωνία του συγγραφέα μπροστά σε μια ζωή άδεια κι ανούσια, χρόνια που η Άννα Καρένινα απατάει κατ’ εξακολούθηση τον άντρα της με τον βαθύπλουτο και γοητευτικό Βρόνσκι για να βρει τελικά τη λύτρωση στις γραμμές ενός τρένου.
Ο Τολστόι γεννήθηκε το 1828, το έτος που έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα ως Κυβερνήτης. Ο Ντοστογιέφσκι ήταν ήδη εφτά χρονών. Ο Τολστόι, σε αντίθεση με τον Ντοστογιέφσκι, γεννήθηκε πλούσιος κι από τα γεννοφάσκια του ακόμη έφερε τον τίτλο του Κόμη. Τούτη ακριβώς η φανταχτερή κατάσταση της ζωής του που ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με τον ζοφερό περίγυρο της φτώχειας που τον περιέβαλε, στάθηκε ο μεγάλος του βραχνάς.
Γράφει στο Ημερολόγιό του: «Ένα πράγμα με βασανίζει όλο και περισσότερο: η απάτη της απερίσκεπτης πολυτέλειας δίπλα στην άδικη κατάσταση της δυστυχίας και της ανέχειας που με τριγυρίζει. Όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο, όλα γίνονται πιο θλιβερά. Δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι, δεν μπορώ να μην το βλέπω…»
Τέτοιος ήταν ο Τολστόι. Κι όταν έβλεπε ότι στο σπίτι του είχε υπηρέτες που έστρωναν τα ασημικά στο τραπέζι και σέρβιραν το φαγητό με λευκά γάντια, όταν διαπίστωνε ότι τα παιδιά του έπαιζαν τένις ενώ δίπλα τα παιδιά των χωρικών λιμοκτονούσαν, δεν έκρυβε τη θλίψη και την απογοήτευσή του.
Κάποτε, όταν εκείνος είναι πια 54 χρόνων, η οικογένεια Τολστόι (με δεκατρία παιδιά, παρακαλώ), αφήνει το μεγάλο κτήμα στην Γιάσναγια Πολιάνα όπου ζούσε ως τότε, και μετακομίζει στη Μόσχα. Ο συγγραφέας αρχίζει να κατηγορεί τη γυναίκα του γι’ αυτό το τεράστιο σπίτι που διάλεξε, ένα σπίτι όπου δεν μπορεί να ξεκουραστείς κανείς ούτε στιγμή από τον θόρυβο καθώς οι τοίχοι του είναι σαν από χαρτόνι. (Το σπίτι αυτό σήμερα είναι μουσείο, ίδια κι απαράλλαχτα όπως είναι μουσεία στην Ελλάδα τα σπίτια του Σολωμού, του Παλαμά, του Ελύτη, του Σεφέρη και του Καζαντζάκη).
Εκείνη την εποχή της Μόσχας που η υπόλοιπη οικογένεια ήταν απασχολημένη με χοροεσπερίδες και άλλες κοινωνικές υποχρεώσεις, ο Τολστόι επισκεπτόταν δικαστήρια, φυλακές και κρατητήρια, αναζητώντας παντού το θέαμα του ανθρώπινου πόνου που απεικόνισε αργότερα τόσο δραματικά στο έργο του «Ανάσταση», το πλέον συγκλονιστικό του βιβλίο κατά την ταπεινή μου άποψη –που ήταν και το τελευταίο του μεγάλο μυθιστόρημα.
Ήταν στα 1910, τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατο του Ντοστογιέφσκι, όταν ο Τολστόι πήρε τελικά τη μεγάλη απόφαση –μια απόφαση που ανέβαλε διαρκώς. Την απόφαση να εγκαταλείψει τη ζωή του γαιοκτήμονα, να απομακρυνθεί από τη γυναίκα του που τον ταλαιπωρούσε με τις υστερικές της κρίσεις και να φύγει για πάντα προς άγνωστη κατεύθυνση.
Το χρωστούσε, έγραψε, «… σ’ αυτό το κάτι που υπάρχει μέσα μου, όσο μικρό κι αν είναι…»
Αυτό το κάτι, για κάποιους, λέγεται ψυχή.